νόμος, ο

       [Anm.: ο νόμος ist zu unterscheiden von: ο νομός!]


=  das Gesetz


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΝΕΥΡΑ, τα...νεύρα, τα 1. έχω νεύρα [bzw.] έχω τα νεύρα μου: • Ένιωθα κουρασμένη και είχα πολλά νεύρα· [...]. Ich [weibl.] fühlte mich müde und ge­reizt, […]. [DF+GF aus:...
  • ΝΕΥΡΙΑΖΩ...νευριάζω 1. [transitiv]: • Έψαχνε θορύβους να τον νευριάσουν για να πεταχτεί έξαλλος. ° Er suchte nach Ge­räuschen, die ihn nervös machten,...
  • ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ, το...νηπιαγωγείο, το zum Unterschied zwischen νηπιαγωγείο und παιδικός σταθμός: - παιδικός σταθμός:...
  • ΝΙΩΘΩ...νιώθω ([bzw.] νοιώθω) 1. Grundbedeutungen: a) spüren, empfinden, fühlen b) sich fühlen:...
  • ΝΟΕΡΟΣ, -ή, -ό...νοερός, -ή, -ό • "[...]", απάντησε νοερά ο πατέρας της Ιουλίας ° "[...]", beantwortete in Gedanken der Vater der großen Ioulía die Frage [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΝΟΗΜΑ, το...νόημα, το 1. Grundbedeutungen: a) der Sinn; die Bedeutung:...
  • ΝΟΙΑΖΕΙ...νοιάζει 1. με νοιάζει: με απασχολεί κάτι ή κάποιος, με ενδιαφέρει ή και μου προκαλεί την έγνοια· με μέλει [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΝΟΙΩΘΩ...νοιώθω s. νιώθω ...
  • ΝΟΜΑΡΧΗΣ, ο...νομάρχης, ο = der Vorsteher eines νομός ...
  • ΝΟΜΙΣΜΑ, το...νόμισμα, το 1) die Währung: • το κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ ° die gemeinsame europäische Währung, der Euro • το εθνικό νόμισμα ° die Landeswährung [wörtl.:...
Nachher:
  • ΝΟΜΟΣ, ο (ΙΙ) (= νομός, ο)...νομός, ο [Anm.: ο νομός ist zu unterscheiden von: ο νόμος!] Bezeichnung einer griechischen Verwaltungseinheit ("Verwaltungsbezirk",...
  • ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ, η...νομοτέλεια, η • υπάρχει κρυμμένη νομοτέλεια στην αναμονή ° es gibt eine geheime Gesetzmäßigkeit im Warten [= wenn man (auf jemanden) wartet] [GF+DF aus:...
  • ΝΟΥΜΕΡΟ, το...νούμερο, το 1. Zum Verhältnis der Begriffe "νούμερο" und "αριθμός": s. unter αριθμός, ο 2. γίνομαι νούμερο ° ξεφτιλίζομαι [ΑΓΝ, σ. 171] [vgl. auch:...
  • ΝΟΥΣ, ο...νους, ο 1. Grundbedeutungen: - der Kopf [als Sitz von Gehirn, Bewusstsein, Verstand etc.], der Sinn [iS von: Bewusst­sein] - der Verstand 2....
  • ΝΤΑΗΛΙΚΙ, το...νταηλίκι, το = die Kraftprotzerei [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
  • ΝΤΑΛΙΚΕΡΗΣ, ο...νταλικέρης, ο (Pl.: οι νταλικέρηδες) = der Lenker einer νταλίκα [sc. der Lenker eines großen Lkw] / ~der Fernfahrer ...
  • ΝΤΑΝ...νταν • [...] όπως το κουδούνι κάνει νταν στο αυτί ° [...], so wie der Glockenton ins Ohr dringt [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΝΤΕ...ντε 1. [allgemein]: συμπληρωματικό μόριο χωρίς συγκεκριμένη σημασία [ΛΔΗ] π.χ.: • Καλά ντε! Μην φωνάζεις! Ακούσαμε. [ΛΔΗ] • Άκου ντε, να σου πω!...
  • ΝΤΕΛΑΠΑΡΩ [bzw.] ΝΤΕΡΑΠΑΡΩ...ντελαπάρω [bzw.] ντεραπάρω = schleudern [zB. ein Auto]:...