νιώθω ([bzw.] νοιώθω)
1. Grundbedeutungen:
a) spüren, empfinden, fühlen
b) sich fühlen:
• ένιωθε το μοναδικό πλάσμα που ξαγρυπνούσε στην πόλη ° er fühlte sich [in seinen schlaflosen Nächten] als das einzige Geschöpf, das wach war in der Stadt / er hatte das Gefühl, er sei in der Stadt das einzige Wesen, das auf war [sc. nicht schlief]* [Anm.: kein "ως" nach "ένιωθε"] [GF + DF (*) aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
2. νιώθω (νοιώθω) κάποιον:
• Με νοιώθει ο κακομοίρης. Θέλει να με διασκεδάσει. Μου λέει μια ιστορία. ° Er fühlt mit mir, der Arme [sc. mein Vater, der mich während meines Wehrdiensts in der Kaserne besucht]. Er will mich unterhalten. Erzählt mir eine Geschichte. [GF+DF aus: Kalimerhaba (Erzählung "Ο καθρέφτης" von Ναπολέων Λαζάνης)]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΝΕΚΡΟΣΗΜΟ, το...νεκρόσημο, το = die Todesanzeige:...
- ΝΕΜΕΑ, η...Νεμέα, η • Άδειασε, λοιπόν, τρία ποτήρια κρασί Νεμέας [...] ° Er leerte also drei Gläser Nemeaswein [...] [GF+DF aus: Βαμμ....
- ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ...νενικήκαμεν = νικήσαμε [zur Herkunft s. Νατσ., σ. 360] ...
- ΝΕΟ, το...νέο, το • Ευχάριστα και δυσάρεστα τα νέα από την Πάτρα. Το δυσάρεστο νέο είναι [......
- ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, ο / ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΣΑ, η...Νεοδημοκράτης, ο * / Νεοδημοκράτισσα, η *(Pl.: οι Νεοδημοκράτες / Gen.: των Νεοδημοκρατών) = der Anhänger bzw....
- ΝΕΡΟ, το...νερό, το 1. Grundbedeutung: das Wasser 2. βάζω νερό στο κρασί μου: συμβιβάζομαι είτε υποχωρώντας ενμέρει είτε παραχωρώντας κάτι· αλλάζω στάση,...
- ΝΕΣΤΟΡΑΣ, ο [bzw.] ΝΕΣΤΩΡ, ο...Νέστορας, ο [bzw.] Νέστωρ, ο Ο Νέστορας ήταν ο γεροντότερος και ο πιο σοφός από όλους τους Έλληνες που είχαν εκστρατεύσει στην Τροία, όπως λέει ο Όμηρος (Ιλιάδα,...
- ΝΕΥΡΑ, τα...νεύρα, τα 1. έχω νεύρα [bzw.] έχω τα νεύρα μου: • Ένιωθα κουρασμένη και είχα πολλά νεύρα· [...]. Ich [weibl.] fühlte mich müde und gereizt, […]. [DF+GF aus:...
- ΝΕΥΡΙΑΖΩ...νευριάζω 1. [transitiv]: • Έψαχνε θορύβους να τον νευριάσουν για να πεταχτεί έξαλλος. ° Er suchte nach Geräuschen, die ihn nervös machten,...
- ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ, το...νηπιαγωγείο, το zum Unterschied zwischen νηπιαγωγείο und παιδικός σταθμός: - παιδικός σταθμός:...
Nachher:
- ΝΟΕΡΟΣ, -ή, -ό...νοερός, -ή, -ό • "[...]", απάντησε νοερά ο πατέρας της Ιουλίας ° "[...]", beantwortete in Gedanken der Vater der großen Ioulía die Frage [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΝΟΗΜΑ, το...νόημα, το 1. Grundbedeutungen: a) der Sinn; die Bedeutung:...
- ΝΟΙΑΖΕΙ...νοιάζει 1. με νοιάζει: με απασχολεί κάτι ή κάποιος, με ενδιαφέρει ή και μου προκαλεί την έγνοια· με μέλει [ΛΚΝ] π.χ.:...
- ΝΟΙΩΘΩ...νοιώθω s. νιώθω ...
- ΝΟΜΑΡΧΗΣ, ο...νομάρχης, ο = der Vorsteher eines νομός ...
- ΝΟΜΙΣΜΑ, το...νόμισμα, το 1) die Währung: • το κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ ° die gemeinsame europäische Währung, der Euro • το εθνικό νόμισμα ° die Landeswährung [wörtl.:...
- ΝΟΜΟΣ, ο (Ι) (= νόμος, ο)...νόμος, ο [Anm.: ο νόμος ist zu unterscheiden von: ο νομός!] = das Gesetz ...
- ΝΟΜΟΣ, ο (ΙΙ) (= νομός, ο)...νομός, ο [Anm.: ο νομός ist zu unterscheiden von: ο νόμος!] Bezeichnung einer griechischen Verwaltungseinheit ("Verwaltungsbezirk",...
- ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ, η...νομοτέλεια, η • υπάρχει κρυμμένη νομοτέλεια στην αναμονή ° es gibt eine geheime Gesetzmäßigkeit im Warten [= wenn man (auf jemanden) wartet] [GF+DF aus:...