νενικήκαμεν
= νικήσαμε [zur Herkunft s. Νατσ., σ. 360]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΝΑ (Ι) [Konjunktion]...να (Ι) [Konjunktion] Übersicht: 1. Beispiele für die Bedeutung "sollen" etc. 2. weitere Beispiele (allgemein) für die Wiedergabe im Deutschen: a) in Aussage-,...
- ΝΑ (ΙΙ) [Partikel]...να (ΙΙ) [Partikel] Übersicht: 1. Funktion bzw. Bedeutung 2. Beispiele für die Wiedergabe im Deutschen: 2.1. να + τι / γιατί / πώς [etc.] 2.2. να που 2.3....
- ΝΑΖΙ, ο (= ναζί, ο)...ναζί, ο (Pl.: οι ναζί) = der Nazi [Anm.: o ναζί ist zu unterscheiden von: το νάζι !] ...
- ΝΑΖΙ, το (= νάζι, το)...νάζι, το (Pl.: τα νάζια) [Anm.: τo νάζι ist zu unterscheiden von: ο ναζί !] Νάζια είναι τα καμώματα, νάζια κάνουν οι γυναίκες και τα μωρά,...
- ΝΑΙ...ναι 1. ναι μεν ° (es stimmt) zwar: • Ναι μεν δεχόταν από τους φίλους του άνδρα της διαρκώς φιλοφρονήσεις, αλλά δεν εμπιστευόταν κανέναν τους,...
- ΝΑΝ...ναν • Να ’ρθω το βράδυ ναν τα πούμε; ° Soll ich am Abend kommen, damit wir miteinander reden? • [...] για ναν το ζήσουμ’ όλοι. [Κ. Καρυωτάκης: Ποιήματα, σ....
- ΝΑΥΛΟΣ, ο...ναύλος, ο φορτίο πληρωμένο γιά μεταφορά // το αντίτιμο φόρτωσης ή μεταφοράς [Quelle:...
- ΝΕΑ, τα...νέα, τα s. unter νέο, το ...
- ΝΕΚΡΟΣΗΜΟ, το...νεκρόσημο, το = die Todesanzeige:...
- ΝΕΜΕΑ, η...Νεμέα, η • Άδειασε, λοιπόν, τρία ποτήρια κρασί Νεμέας [...] ° Er leerte also drei Gläser Nemeaswein [...] [GF+DF aus: Βαμμ....
Nachher:
- ΝΕΟ, το...νέο, το • Ευχάριστα και δυσάρεστα τα νέα από την Πάτρα. Το δυσάρεστο νέο είναι [......
- ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, ο / ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΣΑ, η...Νεοδημοκράτης, ο * / Νεοδημοκράτισσα, η *(Pl.: οι Νεοδημοκράτες / Gen.: των Νεοδημοκρατών) = der Anhänger bzw....
- ΝΕΡΟ, το...νερό, το 1. Grundbedeutung: das Wasser 2. βάζω νερό στο κρασί μου: συμβιβάζομαι είτε υποχωρώντας ενμέρει είτε παραχωρώντας κάτι· αλλάζω στάση,...
- ΝΕΣΤΟΡΑΣ, ο [bzw.] ΝΕΣΤΩΡ, ο...Νέστορας, ο [bzw.] Νέστωρ, ο Ο Νέστορας ήταν ο γεροντότερος και ο πιο σοφός από όλους τους Έλληνες που είχαν εκστρατεύσει στην Τροία, όπως λέει ο Όμηρος (Ιλιάδα,...
- ΝΕΥΡΑ, τα...νεύρα, τα 1. έχω νεύρα [bzw.] έχω τα νεύρα μου: • Ένιωθα κουρασμένη και είχα πολλά νεύρα· [...]. Ich [weibl.] fühlte mich müde und gereizt, […]. [DF+GF aus:...
- ΝΕΥΡΙΑΖΩ...νευριάζω 1. [transitiv]: • Έψαχνε θορύβους να τον νευριάσουν για να πεταχτεί έξαλλος. ° Er suchte nach Geräuschen, die ihn nervös machten,...
- ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ, το...νηπιαγωγείο, το zum Unterschied zwischen νηπιαγωγείο und παιδικός σταθμός: - παιδικός σταθμός:...
- ΝΙΩΘΩ...νιώθω ([bzw.] νοιώθω) 1. Grundbedeutungen: a) spüren, empfinden, fühlen b) sich fühlen:...
- ΝΟΕΡΟΣ, -ή, -ό...νοερός, -ή, -ό • "[...]", απάντησε νοερά ο πατέρας της Ιουλίας ° "[...]", beantwortete in Gedanken der Vater der großen Ioulía die Frage [GF+DF aus: Ζατέλη:...