νερό, το


1. Grundbedeutung:

das Wasser


2. βάζω νερό στο κρασί μου: συμβιβάζομαι είτε υποχωρώντας ενμέρει είτε παρα­χωρώντας κάτι· αλλάζω στάση, αλλάζω αντιλήψεις, γίνομαι διαλλακτικότερος   [ΛΔΗ, σ. 250]


3. πάω με τα νερά του: ενεργώ σύμφωνα με το χαρακτήρα του  [Εμμ.]


4. βγάζω (κάποιον) από τα νέρα του:

• Το ομολογώ, με βγάλατε λίγο απ’ τα νερά μου. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είδα τον εαυτό μου σαν μάγισσα.  °  Ich gebe zu, Sie haben mich [mit Ihrer Bemerkung, ich hätte Hexenaugen] etwas aus der Fassung gebracht. Ich habe mich bisher nie als Hexe gesehen.   [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]


5. πίνω το νερό της λησμονιάς:

Στα αρχαία τα χρόνια υπήρχε η πρόληψη πως οι νεκροί, μόλις έφθαναν στον Κάτω Κόσμο, έπιναν το νερό της Λήθης και ξεχνούσαν καθετί που είχε σχέση με τον Επάνω Κόσμο.   [Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 98]


6. πίνω νερό (σε ...): s. unter πίνω (Z 5)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΝΑΖΙ, το (= νάζι, το)...νάζι, το (Pl.: τα νάζια) [Anm.: τo νάζι ist zu unterscheiden von: ο ναζί !] Νάζια είναι τα καμώματα, νάζια κάνουν οι γυναίκες και τα μωρά,...
  • ΝΑΙ...ναι 1. ναι μεν ° (es stimmt) zwar: • Ναι μεν δεχόταν από τους φίλους του άνδρα της διαρκώς φιλοφρονήσεις, αλλά δεν εμπιστευόταν κανέναν τους,...
  • ΝΑΝ...ναν • Να ’ρθω το βράδυ ναν τα πούμε; ° Soll ich am Abend kommen, damit wir miteinander reden? • [...] για ναν το ζήσουμ’ όλοι. [Κ. Καρυωτάκης: Ποιήματα, σ....
  • ΝΑΥΛΟΣ, ο...ναύλος, ο φορτίο πληρωμένο γιά μεταφορά // το αντίτιμο φόρτωσης ή μεταφοράς [Quelle:...
  • ΝΕΑ, τα...νέα, τα s. unter νέο, το ...
  • ΝΕΚΡΟΣΗΜΟ, το...νεκρόσημο, το = die Todesanzeige:...
  • ΝΕΜΕΑ, η...Νεμέα, η • Άδειασε, λοιπόν, τρία ποτήρια κρασί Νεμέας [...] ° Er leerte also drei Gläser Nemeas­wein [...] [GF+DF aus: Βαμμ....
  • ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ...νενικήκαμεν = νικήσαμε [zur Herkunft s. Νατσ., σ. 360] ...
  • ΝΕΟ, το...νέο, το • Ευχάριστα και δυσάρεστα τα νέα από την Πάτρα. Το δυσάρεστο νέο είναι [......
  • ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, ο / ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΣΑ, η...Νεοδημοκράτης, ο * / Νεοδημοκράτισσα, η *(Pl.: οι Νεοδημοκράτες / Gen.: των Νεοδημοκρατών) = der Anhän­ger bzw....
Nachher:
  • ΝΕΣΤΟΡΑΣ, ο [bzw.] ΝΕΣΤΩΡ, ο...Νέστορας, ο [bzw.] Νέστωρ, ο Ο Νέστορας ήταν ο γεροντότερος και ο πιο σοφός από όλους τους Έλληνες που είχαν εκστρατεύσει στην Τροία, όπως λέει ο Όμηρος (Ιλιάδα,...
  • ΝΕΥΡΑ, τα...νεύρα, τα 1. έχω νεύρα [bzw.] έχω τα νεύρα μου: • Ένιωθα κουρασμένη και είχα πολλά νεύρα· [...]. Ich [weibl.] fühlte mich müde und ge­reizt, […]. [DF+GF aus:...
  • ΝΕΥΡΙΑΖΩ...νευριάζω 1. [transitiv]: • Έψαχνε θορύβους να τον νευριάσουν για να πεταχτεί έξαλλος. ° Er suchte nach Ge­räuschen, die ihn nervös machten,...
  • ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ, το...νηπιαγωγείο, το zum Unterschied zwischen νηπιαγωγείο und παιδικός σταθμός: - παιδικός σταθμός:...
  • ΝΙΩΘΩ...νιώθω ([bzw.] νοιώθω) 1. Grundbedeutungen: a) spüren, empfinden, fühlen b) sich fühlen:...
  • ΝΟΕΡΟΣ, -ή, -ό...νοερός, -ή, -ό • "[...]", απάντησε νοερά ο πατέρας της Ιουλίας ° "[...]", beantwortete in Gedanken der Vater der großen Ioulía die Frage [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΝΟΗΜΑ, το...νόημα, το 1. Grundbedeutungen: a) der Sinn; die Bedeutung:...
  • ΝΟΙΑΖΕΙ...νοιάζει 1. με νοιάζει: με απασχολεί κάτι ή κάποιος, με ενδιαφέρει ή και μου προκαλεί την έγνοια· με μέλει [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΝΟΙΩΘΩ...νοιώθω s. νιώθω ...