νηπιαγωγείο, το
zum Unterschied zwischen νηπιαγωγείο und παιδικός σταθμός:
- παιδικός σταθμός: für Kinder von 3 bis 5 1/2 Jahren; und zwar mit Betreuung von 7 Uhr früh bis 4 Uhr nachmittags
- νηπιαγωγείο: für Kinder von 3 Jahren bis zum Volksschuleintritt; aber mit Betreuung für weniger Stunden als ein παιδικός σταθμός
[Näheres s. "Γυναίκα" v. 26.12.1984, S.32]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΝΕΑ, τα...νέα, τα s. unter νέο, το ...
- ΝΕΚΡΟΣΗΜΟ, το...νεκρόσημο, το = die Todesanzeige:...
- ΝΕΜΕΑ, η...Νεμέα, η • Άδειασε, λοιπόν, τρία ποτήρια κρασί Νεμέας [...] ° Er leerte also drei Gläser Nemeaswein [...] [GF+DF aus: Βαμμ....
- ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ...νενικήκαμεν = νικήσαμε [zur Herkunft s. Νατσ., σ. 360] ...
- ΝΕΟ, το...νέο, το • Ευχάριστα και δυσάρεστα τα νέα από την Πάτρα. Το δυσάρεστο νέο είναι [......
- ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, ο / ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΣΑ, η...Νεοδημοκράτης, ο * / Νεοδημοκράτισσα, η *(Pl.: οι Νεοδημοκράτες / Gen.: των Νεοδημοκρατών) = der Anhänger bzw....
- ΝΕΡΟ, το...νερό, το 1. Grundbedeutung: das Wasser 2. βάζω νερό στο κρασί μου: συμβιβάζομαι είτε υποχωρώντας ενμέρει είτε παραχωρώντας κάτι· αλλάζω στάση,...
- ΝΕΣΤΟΡΑΣ, ο [bzw.] ΝΕΣΤΩΡ, ο...Νέστορας, ο [bzw.] Νέστωρ, ο Ο Νέστορας ήταν ο γεροντότερος και ο πιο σοφός από όλους τους Έλληνες που είχαν εκστρατεύσει στην Τροία, όπως λέει ο Όμηρος (Ιλιάδα,...
- ΝΕΥΡΑ, τα...νεύρα, τα 1. έχω νεύρα [bzw.] έχω τα νεύρα μου: • Ένιωθα κουρασμένη και είχα πολλά νεύρα· [...]. Ich [weibl.] fühlte mich müde und gereizt, […]. [DF+GF aus:...
- ΝΕΥΡΙΑΖΩ...νευριάζω 1. [transitiv]: • Έψαχνε θορύβους να τον νευριάσουν για να πεταχτεί έξαλλος. ° Er suchte nach Geräuschen, die ihn nervös machten,...
Nachher:
- ΝΙΩΘΩ...νιώθω ([bzw.] νοιώθω) 1. Grundbedeutungen: a) spüren, empfinden, fühlen b) sich fühlen:...
- ΝΟΕΡΟΣ, -ή, -ό...νοερός, -ή, -ό • "[...]", απάντησε νοερά ο πατέρας της Ιουλίας ° "[...]", beantwortete in Gedanken der Vater der großen Ioulía die Frage [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΝΟΗΜΑ, το...νόημα, το 1. Grundbedeutungen: a) der Sinn; die Bedeutung:...
- ΝΟΙΑΖΕΙ...νοιάζει 1. με νοιάζει: με απασχολεί κάτι ή κάποιος, με ενδιαφέρει ή και μου προκαλεί την έγνοια· με μέλει [ΛΚΝ] π.χ.:...
- ΝΟΙΩΘΩ...νοιώθω s. νιώθω ...
- ΝΟΜΑΡΧΗΣ, ο...νομάρχης, ο = der Vorsteher eines νομός ...
- ΝΟΜΙΣΜΑ, το...νόμισμα, το 1) die Währung: • το κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ ° die gemeinsame europäische Währung, der Euro • το εθνικό νόμισμα ° die Landeswährung [wörtl.:...
- ΝΟΜΟΣ, ο (Ι) (= νόμος, ο)...νόμος, ο [Anm.: ο νόμος ist zu unterscheiden von: ο νομός!] = das Gesetz ...
- ΝΟΜΟΣ, ο (ΙΙ) (= νομός, ο)...νομός, ο [Anm.: ο νομός ist zu unterscheiden von: ο νόμος!] Bezeichnung einer griechischen Verwaltungseinheit ("Verwaltungsbezirk",...