ξαφνικά


1. Grundbedeutung: plötzlich


2. του ’ρθε ξαφνικά!

Verzeichnet bei Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά, S. 68, als Alterna­tiv­ausdruck zu dem (unter der Überschrift "Απρόσμενο" angeführten) Wort "κατακούτελα" (bzw. zu der entsprechenden Handbewegung), wobei "κατακούτελα" so erläutert wird:

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάτι (έρωτας, θάνατος, αποτυχία κ.λπ.) ήρθε ξαφνικά και μας αιφνιδίασε.

Weitere im Buch genannte Alternativausdrücke: 

Του την έδωσε (Του ’ρθε) κατακούτελα!* / Τον χτύπησε κατακέφαλα! 

*) Dazu als Beispiel angeführt: Με το που την είδε, του την έδωσε κατακούτελα. Δεν τον έχω ξαναδεί τόσο πολύ ερωτευμένο.


3. έτσι ξαφνικά: s. unter έτσι (Z 9)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΝΥΧΤΑ, η...νύχτα, η 1. σε μια νύχτα ° ξαφνικά [ΛΚΝ] – π.χ.: • Όλα άλλαξαν σε μια νύχτα. [ΛΚΝ] 2. ο κόσμος της νύχτας: όσοι εργάζονται,...
  • ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, το...νυχτερινό, το s. unter νυχτερινός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...νυχτερινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: nächtlich; abendlich 2. το νυχτερινό (γυμνάσιο) ° die Abendschule [Eideneier, Bd. 3, S.162] [bzw....
  • ΝΥΧΤΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...νυχτωμένος, -η,...
  • ΝΩΡΙΣ...νωρίς 1. Grundbedeutung: früh 2. από νωρίς: • Από νωρίς τα πίναν ο Χιντίρ με το Βασίλη κι είχαν έρθει στο τσακίρ κέφι που λέμε....
  • ΞΑΛΑΦΡΩΝΩ... ...
  • ΞΑΝΑ...ξανά 1. Grundbedeutungen: a) wieder b) noch einmal:...
  • ΞΑΝΑ+... ...
  • ΞΑΠΛΩΝΩ...ξαπλώνω 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: (jemanden/etwas) legen [sc. in eine liegende Position bringen]: • Τον ξάπλωσαν στον καναπέ. ° Sie legten ihn [sc....
  • ΞΑΦΝΙΑΖΩ...ξαφνιάζω • "Ποιο παιδί;" ξαφνιάστηκε εκείνη [= η Πέρσα]. ° "Was für ein Kind?" staunte Persa. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • την ξάφνιασε ο εαυτός της [wörtl.:...
Nachher:
  • ΞΕ+... ...
  • ΞΕΒΙΔΩΝΩ...ξεβιδώνω • [...], για να ξεβιδωθείτε στις καλοκαιρινές πίστες ["ΚΑΙ" v. 8. Aug.1990, S. 36] ...
  • ΞΕΓΙΝΟΜΑΙ...ξεγίνομαι [Anm: Das Wort ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • Το γεφύρι της Άρτας, οι αιγυπτιακοί σιδηρόδρομοι, η σοσιαλιστική σου επανάσταση:...
  • ΞΕΔΙΝΩ...ξεδίνω = διασκεδάζω προκειμένου να λησμονήσω τη λύπη μου / ψυχαγωγούμαι / το ρίχνω έξω [ΛΓΙΟ] π.χ.: • Μπήκα σ’ ένα καφενείο να ξεδώσω....
  • ΞΕΚΑΡΔΙΖΟΜΑΙ...ξεκαρδίζομαι • ξεκαρδίζομαι στα γέλια ° sich totlachen [Pons online; Langenscheidt online] • "[...]" πρόσθεσε ξεκαρδισμένος. ° "[......
  • ΞΕΚΑΡΔΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξεκαρδισμένος, -η, -ο s. unter ξεκαρδίζομαι ...
  • ΞΕΚΑΡΔΙΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ξεκαρδιστικός, -ή, -ό • Γελούσε λες κι ο θάνατος ήταν κάτι ξεκαρδιστικό. ° Sie lachte [als sie vom Tod ihrer Angehörigen erzählte],...
  • ΞΕΚΙΝΩ...ξεκινώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) beginnen b) aufbrechen, starten [usw.] 2. για [...] το ξεκίνησα και βγήκε [...]:...
  • ΞΕΚΟΒΩ...ξεκόβω ξεκόβω από … ° brechen mit … [zB. mit einem Menschen; mit einer bestimmten Art von Politik; mit seiner eigenen Vergangenheit] ...