ξενυχτώ (-άς)


1) [intransitiv]:

• ξενυχτώ  °  sich die Nächte um die Ohren schlagen  [GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι]

• Ξενυχτούσαν [ο Λολό και ο Νίκος] μόνο και μόνο για να μην αφήσουν μόνο τον Μάρκο με τη Λυζέλ, [...]. Γύρω στις δύο το πρωί, ο Λολό αποκοιμήθηκε στην καρέκλα κι ο Νίκος πήγε στο δωμάτιό του να κοιμηθεί κι αυτός.  °  Sie [sc. Lolo und Nikos (Party-Gastgeber in ihrer Wohnung)] hielten sich lediglich weiter wach, um Markos nicht mit Lucelle allein [iS von: unbeaufsichtigt] zu lassen […]. Gegen zwei Uhr morgens schlummerte Lolo auf dem Stuhl ein, und Nikos ging auch in sein Zimmer schlafen.   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• [...] κατάλαβε πως πρόκειται για μια γριά που πάσχει από άσθμα και τη φαντάστηκε αμέσως κάπου σ’ ένα διπλανό κρεβάτι να ξενυχτάει ακουμπισμένη πάνω σε τρία μαξιλάρια, [...]  °  […] wurde ihm auch klar, dass es sich [bei der Herkunft des Keuchens, das er von seinem Balkon aus hörte] um eine alte Frau handeln musste [wörtl.: handel­te], die unter Asthma litt, und er stellte sich augenblicklich vor, wie sie irgendwo ne­benan in einem Bett mit drei Kissen unter dem Rücken schlaflos dalag, […]    [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]


2) [transitiv]:

• όταν ξενύχτησα τη μάνα μου  °  als ich bei meiner Mutter Nachtwachen hielt   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• οι δικοί του καθίσανε γύρω στο φέρετρο να τον ξενυχτίσουν*  °  seine Angehörigen setzten sich im Kreis um den Sarg, um bei dem Toten Nachtwache zu halten // seine Angehörigen saßen um den Sarg, um mit dem Toten die Nacht zu verbringen   [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]

*[Anm.: Zur Schreibweise "(να) ξενυχτίσουν" vgl. ΛΜΠ, wonach bei bestimmten Bedeutungen (wie etwa "Nachtwache bei einem Toten halten") das Verb auch in der Form ξενυχτίζω verwendet wird.]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΞΕΚΑΡΔΙΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ξεκαρδιστικός, -ή, -ό • Γελούσε λες κι ο θάνατος ήταν κάτι ξεκαρδιστικό. ° Sie lachte [als sie vom Tod ihrer Angehörigen erzählte],...
  • ΞΕΚΙΝΩ...ξεκινώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) beginnen b) aufbrechen, starten [usw.] 2. για [...] το ξεκίνησα και βγήκε [...]:...
  • ΞΕΚΟΒΩ...ξεκόβω ξεκόβω από … ° brechen mit … [zB. mit einem Menschen; mit einer bestimmten Art von Politik; mit seiner eigenen Vergangenheit] ...
  • ΞΕΛΙΓΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο... ...
  • ΞΕΛΙΓΩΝΩ...ξελιγώνω s. λιγώνω ...
  • ΞΕΝΕΡΩΤΟΣ, -η, -ο...ξενέρωτος, -η, -ο • Τους σχολαστικούς και τους ξενέρωτους δεν τους αντέχω. ° Pedanten und Spießer kann ich nicht leiden. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • ΞΕΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...ξενικός, -ή, -ό • αυτή η γυναίκα με το ξενικό πρόσωπο ° diese Frau mit dem fremdartigen Gesicht [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενιτεμένος, -η, -ο = αυτός που ζει σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα του [ΛΜΠ] π.χ.: • Στον Ποταμό [= Dorf auf der Insel Κύθηρα] έβλεπες μόνο γέρους,...
  • ΞΕΝΥΧΤΙ, το...ξενύχτι, το τα ξενύχτια ° die langen Nächte * // die schlaflosen Nächte ** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] **[GF+DF aus: Κουμανταρέας:...
  • ΞΕΝΥΧΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενυχτισμένος, -η, -ο • είχε βλέμμα ξενυχτισμένου ° er hatte den Blick eines Übernächtigten [GF+DF aus:...
Nachher:
  • ΞΕΠΕΡΝΩ...ξεπερνώ (-άς) ξεπερνώ + Zeit(raum)angabe:...
  • ΞΕΠΡΟΒΑΛΛΩ...ξεπροβάλλω = auftauchen / erscheinen / zum Vorschein kommen / hervortreten [etc.] – z.B.:...
  • ΞΕΡΟΒΟΡΙ, το...ξεροβόρι, το • ένα παγωμένο ξεροβόρι ° ein eisiger trockener Nordwind [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] ...
  • ΞΕΡΟΝΗΣΙ, το...ξερονήσι, το = βραχώδης και άγονη νησίδα [so die Umschreibung in einem Kreuzworträtsel] ...
  • ΞΕΡΟΠΙΝΩ...ξεροπίνω πίνω κρασί (ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό) χωρίς παράλληλα – όπως κανονικά συνηθίζεται – να τρώω κάτι [ΛΔΗ] – π.χ.: • Οι τουρίστες ξεροπίνουν,...
  • ΞΕΡΟΣ, -ή, -ό...ξερός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: trocken 2. Spezialbedeutung: Μερικές φορές σημαίνει "μόνος", συνήθως όταν πρόκειται για τρόφιμα. [ΛΔΗ] π.χ.:...
  • ΞΕΡΩ...ξέρω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ξέρεις, ... [bzw.] ξέρετε, ... 3. να ξέρεις 4. ξέρω από 5. ξέρω κι εγώ [bzw.] πού να ξέρω (κι εγώ) 6....
  • ΞΕΣΚΙΖΩ...ξεσκίζω • Κι ήρθε μια στιγμή που η κοπέλα είχε αγριέψει κι ετοιμαζόταν να ξεσκίσει αυτό τον τάχα φίλο της, [...] ° Dann kam ein Moment,...
  • ΞΕΣΠΑΖΩ...ξεσπάζω s. ξεσπώ ...