ξέρω
Übersicht: |
1. Grundbedeutungen:
a) wissen
b) kennen
c) können [iS von: etwas davon verstehen / es gelernt haben / es beherrschen]
2. ξέρεις, ... [bzw.] ξέρετε, ... ° you know [Mackridge, S. 342 (EF)]
["ξέρεις" wird (ebenso wie "βλέπεις") von Mackridge als Beispiel genannt für: |
[übersetzbar mit:]
~weißt du, … ([bzw.] ~wissen Sie, …) [als Einleitungs- bzw. Füllfloskel, wenn man jemandem etwas erzählt] / nämlich:
• Ξέρεις, είναι σαν να [...] |
~Weißt du, es ist (so), als ob […] |
• Είμαι, ξέρετε, αστυνομικός. |
~Wissen Sie, ich bin Polizist. |
• Για σκέψου λιγάκι! Μόνο που εγώ δε θα σκεφτόμουν και πάρα πολύ. Δεν είσαι, ξέρεις, και το μοναδικό αγόρι στον κόσμο. [bzw.] Για σκέψου λίγο! Όχι όμως πολύ. Ξέρεις, δεν είσαι ο μόνος στον κόσμο. |
Überleg mal [warum ich (= Jenny) mich auf den E-Mail-Kontakt mit dir eingelassen habe]! Nur würde ich nicht zu lange überlegen. Du bist nämlich nicht der einzige Junge auf der Welt. [sc.: Es gibt auch andere, für die ich mich interessieren könnte.] [DF + (synonyme) GF aus: Friedrich: Currywurst] |
• Θέλω να χρησιμοποιήσω αυτό που θα μάθω εδώ, για το άλλο μου χόμπι. Έχω, ξέρετε, το δικό μου σόου με χορευτική μουσική. Κάθε Σάββατο! [Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung des zweiten und dritten deutschen Satzes: Βλέπετε, κάθε Σάββατο έχω δικό μου χορευτικό σόου!] |
Ich möchte das, was ich hier [in Ihrem Computerkurs] lerne, für mein anderes Hobby nutzen. Ich habe nämlich meine eigene Dancefloor-Show. Jeden Samstag! |
3. να ξέρεις:
• Να ξέρεις πως […] ° Du musst wissen, […] [Einleitungsfloskel zu einer belehrenden bzw. informierenden Aussage] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
4. ξέρω από ° etwas verstehen von / sich gut auskennen mit:
• ήξερε από ένστικτα κι ανθρώπους ° sie kannte sich gut aus mit Instinkten und Menschen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
5. ξέρω κι εγώ [bzw.] πού να ξέρω (κι εγώ):
• Και πού τον είχες κρυμμένο αυτόν τον νου τόσα χρόνια; – Ξέρω κι εγώ πού τον είχα; ° Und wo hast [= hattest] du dieses Denken [iS von: deinen (großen) Verstand] so viele Jahre versteckt? – [Antwort:] Was weiß ich, wo ich es versteckt habe [= hatte]? [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως / Anm.: Sowohl in der GF als auch in der DF steht nach dem Antwortsatz ein Fragezeichen.]
• "Πού να ξέρω", είπα. // "Πού να ξέρω κι εγώ" είπα. ° "Was weiß ich", sagte ich. [als Reaktion auf eine mir unangenehme Frage meines Schulkollegen (wieso unser Lehrer über eine bestimmte Information verfügen konnte)] [DF + (synonyme) GF aus: Friedrich: Currywurst]
6. ξέρεις τι είναι να … :
• Ξέρεις τι είναι να ’χεις φτάσει σε μια τέτοια απόφαση, και πάνω που ορμάς, να σε κόψουν; ° Weißt du, wie es ist [sc. wie schrecklich etc.], wenn du dich endlich zu der Entscheidung [dich umzubringen] durchgerungen hast und in dem Moment, wo du es ausführen willst, aufgehalten [= daran gehindert] wirst? [GF+DF aus: Βαμμ.]
• "Ξέρεις τι ’ναι να μην έχεις ένα φίλο / ξέρεις τι ’ναι να κοιμάσαι νηστικός / ξέρεις τι ’ναι να μαραίνεσαι σαν φύλλο / και να είσαι πάντα εσύ ο βολικός" //
"Ξέρεις τι ’ναι να ’χεις τρύπιο παντελόνι / ξέρεις τι’ ναι να σε δέρνει ο χιονιάς / ξέρεις τι ’ναι να κοιμάσαι σε βαγόνι / κι από πάνω να σε δέρνει κι ο ντουνιάς"
[Τάσος Οικονόμου: τραγούδι "Πού θα πάει, πού θα βγει"]
7. κάτι ξέρει ο/η ... :
• Αφήστε τα πρόβατα στους τσοπάνους, κάτι ήξερε ο πατέρας του. Ο καθένας τη δουλειά του. ° Hirte, bleib bei deinen Schafen, gar nicht so dumm, sein Vater [der diesen Ausspruch oft gebrauchte]. Jeder soll sich um seine eigenen Angelegenheiten kümmern. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
8. Sonstiges:
• Δεν μπόρεσα να ετοιμαστώ εγκαίρως! Και να ’ξερε κανείς πως ήδη το χειμώνα έκανα σχέδια, να πάω κάπου το ερχόμενο καλοκαίρι. ° Ich konnte mich nicht rechtzeitig darauf [= auf die Reise] vorbereiten. Dabei hatte ich seit Winter den Plan, im Sommer irgendwohin zu fahren. [Anm.: Beistrich nach dem Wort "σχέδια" !]
[GF (Übersetzung Niki Eideneiers aus dem Deutschen) + DF aus einem Text in "Kalimerhaba"]
Weitere Wörter:
- ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενιτεμένος, -η, -ο = αυτός που ζει σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα του [ΛΜΠ] π.χ.: • Στον Ποταμό [= Dorf auf der Insel Κύθηρα] έβλεπες μόνο γέρους,...
- ΞΕΝΥΧΤΙ, το...ξενύχτι, το τα ξενύχτια ° die langen Nächte * // die schlaflosen Nächte ** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] **[GF+DF aus: Κουμανταρέας:...
- ΞΕΝΥΧΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενυχτισμένος, -η, -ο • είχε βλέμμα ξενυχτισμένου ° er hatte den Blick eines Übernächtigten [GF+DF aus:...
- ΞΕΝΥΧΤΩ...ξενυχτώ (-άς) 1) [intransitiv]: • ξενυχτώ ° sich die Nächte um die Ohren schlagen [GF+DF aus: Ταχτσής:...
- ΞΕΠΕΡΝΩ...ξεπερνώ (-άς) ξεπερνώ + Zeit(raum)angabe:...
- ΞΕΠΡΟΒΑΛΛΩ...ξεπροβάλλω = auftauchen / erscheinen / zum Vorschein kommen / hervortreten [etc.] – z.B.:...
- ΞΕΡΟΒΟΡΙ, το...ξεροβόρι, το • ένα παγωμένο ξεροβόρι ° ein eisiger trockener Nordwind [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] ...
- ΞΕΡΟΝΗΣΙ, το...ξερονήσι, το = βραχώδης και άγονη νησίδα [so die Umschreibung in einem Kreuzworträtsel] ...
- ΞΕΡΟΠΙΝΩ...ξεροπίνω πίνω κρασί (ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό) χωρίς παράλληλα – όπως κανονικά συνηθίζεται – να τρώω κάτι [ΛΔΗ] – π.χ.: • Οι τουρίστες ξεροπίνουν,...
- ΞΕΡΟΣ, -ή, -ό...ξερός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: trocken 2. Spezialbedeutung: Μερικές φορές σημαίνει "μόνος", συνήθως όταν πρόκειται για τρόφιμα. [ΛΔΗ] π.χ.:...
- ΞΕΣΚΙΖΩ...ξεσκίζω • Κι ήρθε μια στιγμή που η κοπέλα είχε αγριέψει κι ετοιμαζόταν να ξεσκίσει αυτό τον τάχα φίλο της, [...] ° Dann kam ein Moment,...
- ΞΕΣΠΑΖΩ...ξεσπάζω s. ξεσπώ ...
- ΞΕΣΠΩ...ξεσπώ (-άς) [bzw.] ξεσπάω (-άς) [bzw.] ξεσπάζω [Anm.: Die Form "ξεσπάζω" ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • "Ανυπόφορα όλα, ανυπόφορα έγιναν όλα!...
- ΞΕΣΤΟΜΙΖΩ...ξεστομίζω • γνωρίζω πειρασμούς που δεν τολμώ να ξεστομίσω ° ich kenne Versuchungen,...
- ΞΕΤΡΕΛΑΙΝΩ...ξετρελαίνω • [...] – τέλος, της χάρισε ένα πράσινο ξύλινο κουτί με χρωματιστά μολύβια· η Λουίζα ξετρελάθηκε. ° [......
- ΞΕΤΥΛΑ...ξετύλα • Αλλά η τσέπη του είναι αδειανή. "Ψάξε καλά", μας λέει. Ξύνομε τη ραφή καλά, και βρίσκομε ένα σβώλο, ως ένα ρεβυθάκι μπόι. "Τώρα ξετύλα", λέει....
- ΞΕΥΤΙΛΑ, η...ξευτίλα, η (bzw. ξεφτίλα, η) • Γιατί, βέβαια, μεγαλύτερη ξευτίλα γι’ αυτόν που πίνει είναι ακριβώς να τον αποκαλύψεις κάλπη στο ποτό, [......
- ΞΕΥΤΙΛΙΖΩ...ξευτιλίζω (bzw. ξεφτιλίζω) (lt. ΛΚΝ auch: ξεφτελίζω) • Ξεφτίλισε τον Ερνστ για τα καλά, μπροστά σε όλους. ° Er hat Ernst runtergeputzt, nach Strich und Faden,...
- ΞΕΦΟΒΑΜΑΙ...ξεφοβάμαι • Ο Αλιμπέρης ξεφοβήθηκε τις οβίδες. ° Aliberis verlernt[e] die Furcht vor Granaten. [GF+DF aus: Μυριβήλης:...