ξέρω


Übersicht:

1. Grundbedeutungen

2. ξέρεις, ... [bzw.] ξέρετε, ...

3. να ξέρεις

4. ξέρω από

5. ξέρω κι εγώ  [bzw.]  πού να ξέρω (κι εγώ)

6. ξέρεις τι είναι να …

7. κάτι ξέρει ο/η ...

8. Sonstiges


1. Grundbedeutungen:

a) wissen

b) kennen

c) können [iS von: etwas davon verstehen / es gelernt haben / es beherrschen]


2. ξέρεις, ... [bzw.] ξέρετε, ...  °  you know  [Mackridge, S. 342 (EF)]

["ξέρεις" wird (ebenso wie "βλέπεις") von Mackridge als Beispiel genannt für:

"κάποια «παραγεμίσματα» χωρίς πολύ ή και χωρίς καθόλου σημασιολογικό περιεχόμενο" (s. S. 342 {EF} bzw. S. 467 {GF}]


[übersetzbar mit:]

~weißt du, … ([bzw.] ~wissen Sie, …) [als Einleitungs- bzw. Füllfloskel, wenn man jeman­dem etwas erzählt] / nämlich:

• Ξέρεις, είναι σαν να [...]

~Weißt du, es ist (so), als ob […]

• Είμαι, ξέρετε, αστυνομικός.

~Wissen Sie, ich bin Polizist.

• Για σκέψου λιγάκι! Μόνο που εγώ δε θα σκεφτόμουν και πάρα πολύ. Δεν είσαι, ξέρεις, και το μοναδικό αγόρι στον κόσμο.

[bzw.]

Για σκέψου λίγο! Όχι όμως πολύ. Ξέρεις, δεν είσαι ο μόνος στον κόσμο.

Überleg mal [warum ich (= Jenny) mich auf den E-Mail-Kontakt mit dir eingelassen habe]! Nur würde ich nicht zu lange über­legen. Du bist nämlich nicht der einzige Junge auf der Welt. [sc.: Es gibt auch andere, für die ich mich inter­essieren könnte.]  [DF + (synonyme) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Θέλω να χρησιμοποιήσω αυτό που θα μάθω εδώ, για το άλλο μου χόμπι. Έχω, ξέρετε, το δικό μου σόου με χορευτική μουσική. Κάθε Σάββατο!

[Anm.: vgl. die zweite griechische Über­setzung des zweiten und dritten deut­schen Satzes:

Βλέπετε, κάθε Σάββατο έχω δικό μου χορευτικό σόου!]

Ich möchte das, was ich hier [in Ihrem Com­pu­terkurs] lerne, für mein anderes Hobby nutzen. Ich habe nämlich meine eigene Dance­floor-Show. Jeden Samstag! 

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]


3. να ξέρεις:

• Να ξέρεις πως […]  °  Du musst wissen, […] [Einleitungsfloskel zu einer belehrenden bzw. infor­mierenden Aussage]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 


4. ξέρω από  °  etwas verstehen von / sich gut auskennen mit:

• ήξερε από ένστικτα κι ανθρώπους  °  sie kannte sich gut aus mit Instinkten und Menschen   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


5. ξέρω κι εγώ [bzw.] πού να ξέρω (κι εγώ):

• Και πού τον είχες κρυμμένο αυτόν τον νου τόσα χρόνια; – Ξέρω κι εγώ πού τον είχα;  °  Und wo hast [= hattest] du dieses Denken [iS von: deinen (großen) Verstand] so viele Jahre versteckt? – [Antwort:] Was weiß ich, wo ich es versteckt habe [= hat­te]?   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως / Anm.: Sowohl in der GF als auch in der DF steht nach dem Antwortsatz ein Fragezeichen.]

• "Πού να ξέρω", είπα.  //  "Πού να ξέρω κι εγώ" είπα.  °  "Was weiß ich", sagte ich. [als Reaktion auf eine mir unangenehme Frage meines Schulkollegen (wieso unser Lehrer über eine bestimmte Information verfügen konnte)]   [DF + (synonyme) GF aus: Friedrich: Currywurst]


6. ξέρεις τι είναι να … :

• Ξέρεις τι είναι να ’χεις φτάσει σε μια τέτοια απόφαση, και πάνω που ορμάς, να σε κόψουν;  °  Weißt du, wie es ist [sc. wie schrecklich etc.], wenn du dich endlich zu der Entscheidung [dich umzubringen] durchgerungen hast und in dem Moment, wo du es ausführen willst, aufgehalten [= daran gehindert] wirst?   [GF+DF aus: Βαμμ.]

• "Ξέρεις τι ’ναι να μην έχεις ένα φίλο / ξέρεις τι ’ναι να κοιμάσαι νηστικός / ξέρεις τι ’ναι να μαραίνεσαι σαν φύλλο / και να είσαι πάντα εσύ ο βολικός" //

  "Ξέρεις τι ’ναι να ’χεις τρύπιο παντελόνι / ξέρεις τι’ ναι να σε δέρνει ο χιονιάς / ξέρεις τι ’ναι να κοιμάσαι σε βαγόνι / κι από πάνω να σε δέρνει κι ο ντουνιάς"

[Τάσος Οικονόμου: τραγούδι "Πού θα πάει, πού θα βγει"]


7. κάτι ξέρει ο/η ... :

• Αφήστε τα πρόβατα στους τσοπάνους, κάτι ήξερε ο πατέρας του. Ο καθένας τη δουλειά του.  °  Hirte, bleib bei deinen Schafen, gar nicht so dumm, sein Vater [der diesen Aus­spruch oft gebrauchte]. Jeder soll sich um seine eigenen Angelegenheiten kümmern.   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]


8. Sonstiges:

• Δεν μπόρεσα να ετοιμαστώ εγκαίρως! Και να ’ξερε κανείς πως ήδη το χειμώνα έκανα σχέδια, να πάω κάπου το ερχόμενο καλοκαίρι.  °  Ich konnte mich nicht rechtzeitig darauf [= auf die Reise] vorbereiten. Dabei hatte ich seit Winter den Plan, im Sommer irgendwohin zu fahren.   [Anm.: Beistrich nach dem Wort "σχέδια" !]

       [GF (Übersetzung Niki Eideneiers aus dem Deutschen) + DF aus einem Text in "Kalimerhaba"]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενιτεμένος, -η, -ο = αυτός που ζει σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα του [ΛΜΠ] π.χ.: • Στον Ποταμό [= Dorf auf der Insel Κύθηρα] έβλεπες μόνο γέρους,...
  • ΞΕΝΥΧΤΙ, το...ξενύχτι, το τα ξενύχτια ° die langen Nächte * // die schlaflosen Nächte ** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] **[GF+DF aus: Κουμανταρέας:...
  • ΞΕΝΥΧΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενυχτισμένος, -η, -ο • είχε βλέμμα ξενυχτισμένου ° er hatte den Blick eines Übernächtigten [GF+DF aus:...
  • ΞΕΝΥΧΤΩ...ξενυχτώ (-άς) 1) [intransitiv]: • ξενυχτώ ° sich die Nächte um die Ohren schlagen [GF+DF aus: Ταχτσής:...
  • ΞΕΠΕΡΝΩ...ξεπερνώ (-άς) ξεπερνώ + Zeit(raum)angabe:...
  • ΞΕΠΡΟΒΑΛΛΩ...ξεπροβάλλω = auftauchen / erscheinen / zum Vorschein kommen / hervortreten [etc.] – z.B.:...
  • ΞΕΡΟΒΟΡΙ, το...ξεροβόρι, το • ένα παγωμένο ξεροβόρι ° ein eisiger trockener Nordwind [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] ...
  • ΞΕΡΟΝΗΣΙ, το...ξερονήσι, το = βραχώδης και άγονη νησίδα [so die Umschreibung in einem Kreuzworträtsel] ...
  • ΞΕΡΟΠΙΝΩ...ξεροπίνω πίνω κρασί (ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό) χωρίς παράλληλα – όπως κανονικά συνηθίζεται – να τρώω κάτι [ΛΔΗ] – π.χ.: • Οι τουρίστες ξεροπίνουν,...
  • ΞΕΡΟΣ, -ή, -ό...ξερός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: trocken 2. Spezialbedeutung: Μερικές φορές σημαίνει "μόνος", συνήθως όταν πρόκειται για τρόφιμα. [ΛΔΗ] π.χ.:...
Nachher:
  • ΞΕΣΚΙΖΩ...ξεσκίζω • Κι ήρθε μια στιγμή που η κοπέλα είχε αγριέψει κι ετοιμαζόταν να ξεσκίσει αυτό τον τάχα φίλο της, [...] ° Dann kam ein Moment,...
  • ΞΕΣΠΑΖΩ...ξεσπάζω s. ξεσπώ ...
  • ΞΕΣΠΩ...ξεσπώ (-άς) [bzw.] ξεσπάω (-άς) [bzw.] ξεσπάζω [Anm.: Die Form "ξεσπάζω" ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • "Ανυπόφορα όλα, ανυπόφορα έγιναν όλα!...
  • ΞΕΣΤΟΜΙΖΩ...ξεστομίζω • γνωρίζω πειρασμούς που δεν τολμώ να ξεστομίσω ° ich kenne Versuchungen,...
  • ΞΕΤΡΕΛΑΙΝΩ...ξετρελαίνω • [...] – τέλος, της χάρισε ένα πράσινο ξύλινο κουτί με χρωματιστά μολύβια· η Λουίζα ξετρελάθηκε. ° [......
  • ΞΕΤΥΛΑ...ξετύλα • Αλλά η τσέπη του είναι αδειανή. "Ψάξε καλά", μας λέει. Ξύνομε τη ραφή καλά, και βρίσκομε ένα σβώλο, ως ένα ρεβυθάκι μπόι. "Τώρα ξετύλα", λέει....
  • ΞΕΥΤΙΛΑ, η...ξευτίλα, η (bzw. ξεφτίλα, η) • Γιατί, βέβαια, μεγαλύτερη ξευτίλα γι’ αυτόν που πίνει είναι ακριβώς να τον απο­καλύψεις κάλπη στο ποτό, [......
  • ΞΕΥΤΙΛΙΖΩ...ξευτιλίζω (bzw. ξεφτιλίζω) (lt. ΛΚΝ auch: ξεφτελίζω) • Ξεφτίλισε τον Ερνστ για τα καλά, μπροστά σε όλους. ° Er hat Ernst runtergeputzt, nach Strich und Faden,...
  • ΞΕΦΟΒΑΜΑΙ...ξεφοβάμαι • Ο Αλιμπέρης ξεφοβήθηκε τις οβίδες. ° Aliberis verlernt[e] die Furcht vor Granaten. [GF+DF aus: Μυριβήλης:...