ξετύλα


• Αλλά η τσέπη του είναι αδειανή. "Ψάξε καλά", μας λέει. Ξύνομε τη ραφή καλά, και βρίσκομε ένα σβώλο, ως ένα ρεβυθάκι μπόι. "Τώρα ξετύλα", λέει. Γιατί δεν έχει εκείνος χέρια. Και ξετυλίγαμε και ήτανε ένα λυωμένο τσιγαρόχαρτο.   [Ε. Αλεξίου: Anthologie I, S. 33, 1. bis 4. Z.]

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΞΕΡΟΒΟΡΙ, το...ξεροβόρι, το • ένα παγωμένο ξεροβόρι ° ein eisiger trockener Nordwind [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] ...
  • ΞΕΡΟΝΗΣΙ, το...ξερονήσι, το = βραχώδης και άγονη νησίδα [so die Umschreibung in einem Kreuzworträtsel] ...
  • ΞΕΡΟΠΙΝΩ...ξεροπίνω πίνω κρασί (ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό) χωρίς παράλληλα – όπως κανονικά συνηθίζεται – να τρώω κάτι [ΛΔΗ] – π.χ.: • Οι τουρίστες ξεροπίνουν,...
  • ΞΕΡΟΣ, -ή, -ό...ξερός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: trocken 2. Spezialbedeutung: Μερικές φορές σημαίνει "μόνος", συνήθως όταν πρόκειται για τρόφιμα. [ΛΔΗ] π.χ.:...
  • ΞΕΡΩ...ξέρω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ξέρεις, ... [bzw.] ξέρετε, ... 3. να ξέρεις 4. ξέρω από 5. ξέρω κι εγώ [bzw.] πού να ξέρω (κι εγώ) 6....
  • ΞΕΣΚΙΖΩ...ξεσκίζω • Κι ήρθε μια στιγμή που η κοπέλα είχε αγριέψει κι ετοιμαζόταν να ξεσκίσει αυτό τον τάχα φίλο της, [...] ° Dann kam ein Moment,...
  • ΞΕΣΠΑΖΩ...ξεσπάζω s. ξεσπώ ...
  • ΞΕΣΠΩ...ξεσπώ (-άς) [bzw.] ξεσπάω (-άς) [bzw.] ξεσπάζω [Anm.: Die Form "ξεσπάζω" ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • "Ανυπόφορα όλα, ανυπόφορα έγιναν όλα!...
  • ΞΕΣΤΟΜΙΖΩ...ξεστομίζω • γνωρίζω πειρασμούς που δεν τολμώ να ξεστομίσω ° ich kenne Versuchungen,...
  • ΞΕΤΡΕΛΑΙΝΩ...ξετρελαίνω • [...] – τέλος, της χάρισε ένα πράσινο ξύλινο κουτί με χρωματιστά μολύβια· η Λουίζα ξετρελάθηκε. ° [......
Nachher:
  • ΞΕΥΤΙΛΑ, η...ξευτίλα, η (bzw. ξεφτίλα, η) • Γιατί, βέβαια, μεγαλύτερη ξευτίλα γι’ αυτόν που πίνει είναι ακριβώς να τον απο­καλύψεις κάλπη στο ποτό, [......
  • ΞΕΥΤΙΛΙΖΩ...ξευτιλίζω (bzw. ξεφτιλίζω) (lt. ΛΚΝ auch: ξεφτελίζω) • Ξεφτίλισε τον Ερνστ για τα καλά, μπροστά σε όλους. ° Er hat Ernst runtergeputzt, nach Strich und Faden,...
  • ΞΕΦΟΒΑΜΑΙ...ξεφοβάμαι • Ο Αλιμπέρης ξεφοβήθηκε τις οβίδες. ° Aliberis verlernt[e] die Furcht vor Granaten. [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
  • ΞΕΦΟΡΤΩΝΩ...ξεφορτώνω in intransitiver Verwendung: entladen werden: • Πέρα στο βάθος, ξεφόρτωνε ένα καμιόνι. ° Weiter hinten wurde ein Lastwagen entla­den. [GF+DF aus:...
  • ΞΕΦΤΙΛΑ, η...ξεφτίλα, η s. ξευτίλα, η ...
  • ΞΕΦΤΙΛΙΖΩ...ξεφτιλίζω s. ξευτιλίζω ...
  • ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ...ξεχνιέμαι 1. Grundbedeutung: vergessen werden 2. Spezialbedeutung: abschalten / sich entspannen / sich ablenken / auf andere Gedanken kommen [etc....
  • ΞΕΧΝΩ...ξεχνώ (-άς) ξεχνιέμαι: s. eigenes Stichwort ...
  • ΞΕΧΩΡΙΖΩ...ξεχωρίζω • Από μακριά ξεχώριζε η χαμηλή, πολύχρωμη τέντα του "Μεντράνο". ° Schon von weitem konnte man das niedrige, bunte Zelt des Zirkus Medrano erkennen....