ξεφοβάμαι


• Ο Αλιμπέρης ξεφοβήθηκε τις οβίδες.  °  Aliberis verlernt[e] die Furcht vor Granaten.   [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΞΕΡΟΣ, -ή, -ό...ξερός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: trocken 2. Spezialbedeutung: Μερικές φορές σημαίνει "μόνος", συνήθως όταν πρόκειται για τρόφιμα. [ΛΔΗ] π.χ.:...
  • ΞΕΡΩ...ξέρω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ξέρεις, ... [bzw.] ξέρετε, ... 3. να ξέρεις 4. ξέρω από 5. ξέρω κι εγώ [bzw.] πού να ξέρω (κι εγώ) 6....
  • ΞΕΣΚΙΖΩ...ξεσκίζω • Κι ήρθε μια στιγμή που η κοπέλα είχε αγριέψει κι ετοιμαζόταν να ξεσκίσει αυτό τον τάχα φίλο της, [...] ° Dann kam ein Moment,...
  • ΞΕΣΠΑΖΩ...ξεσπάζω s. ξεσπώ ...
  • ΞΕΣΠΩ...ξεσπώ (-άς) [bzw.] ξεσπάω (-άς) [bzw.] ξεσπάζω [Anm.: Die Form "ξεσπάζω" ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • "Ανυπόφορα όλα, ανυπόφορα έγιναν όλα!...
  • ΞΕΣΤΟΜΙΖΩ...ξεστομίζω • γνωρίζω πειρασμούς που δεν τολμώ να ξεστομίσω ° ich kenne Versuchungen,...
  • ΞΕΤΡΕΛΑΙΝΩ...ξετρελαίνω • [...] – τέλος, της χάρισε ένα πράσινο ξύλινο κουτί με χρωματιστά μολύβια· η Λουίζα ξετρελάθηκε. ° [......
  • ΞΕΤΥΛΑ...ξετύλα • Αλλά η τσέπη του είναι αδειανή. "Ψάξε καλά", μας λέει. Ξύνομε τη ραφή καλά, και βρίσκομε ένα σβώλο, ως ένα ρεβυθάκι μπόι. "Τώρα ξετύλα", λέει....
  • ΞΕΥΤΙΛΑ, η...ξευτίλα, η (bzw. ξεφτίλα, η) • Γιατί, βέβαια, μεγαλύτερη ξευτίλα γι’ αυτόν που πίνει είναι ακριβώς να τον απο­καλύψεις κάλπη στο ποτό, [......
  • ΞΕΥΤΙΛΙΖΩ...ξευτιλίζω (bzw. ξεφτιλίζω) (lt. ΛΚΝ auch: ξεφτελίζω) • Ξεφτίλισε τον Ερνστ για τα καλά, μπροστά σε όλους. ° Er hat Ernst runtergeputzt, nach Strich und Faden,...
Nachher:
  • ΞΕΦΟΡΤΩΝΩ...ξεφορτώνω in intransitiver Verwendung: entladen werden: • Πέρα στο βάθος, ξεφόρτωνε ένα καμιόνι. ° Weiter hinten wurde ein Lastwagen entla­den. [GF+DF aus:...
  • ΞΕΦΤΙΛΑ, η...ξεφτίλα, η s. ξευτίλα, η ...
  • ΞΕΦΤΙΛΙΖΩ...ξεφτιλίζω s. ξευτιλίζω ...
  • ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ...ξεχνιέμαι 1. Grundbedeutung: vergessen werden 2. Spezialbedeutung: abschalten / sich entspannen / sich ablenken / auf andere Gedanken kommen [etc....
  • ΞΕΧΝΩ...ξεχνώ (-άς) ξεχνιέμαι: s. eigenes Stichwort ...
  • ΞΕΧΩΡΙΖΩ...ξεχωρίζω • Από μακριά ξεχώριζε η χαμηλή, πολύχρωμη τέντα του "Μεντράνο". ° Schon von weitem konnte man das niedrige, bunte Zelt des Zirkus Medrano erkennen....
  • ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ, -ή, -ό...ξεχωριστός, -ή, -ό 1) besonderer, -e, -es: • Ήθελε να προσφέρει στον Αλέκο ένα ξεχωριστό δώρο. ° Er wollte Alekos ein beson­de­res Geschenk machen....
  • ΞΗΓΙΕΜΑΙ...ξηγιέμαι 1. ξηγιέμαι καλά: • Ήταν ρέμπελος ο Γιάγκος, ήταν αλητεία, αλλά ξηγιόταν καλά. ° Jangos war ein Gammelbruder, ein Strolch,...
  • ΞΗΜΕΡΩΜΑ, το [bzw.] ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ, τα...ξημέρωμα, το [bzw.] ξημερώματα, τα • κάποιο ξημέρωμα ° eines frühen Morgens [griff er zum Telefon und rief sie an] [GF+DF aus: Σκούρτης:...