ξεσπώ (-άς) [bzw.] ξεσπάω (-άς) [bzw.] ξεσπάζω
[Anm.: Die Form "ξεσπάζω" ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.]
• "Ανυπόφορα όλα, ανυπόφορα έγιναν όλα!" ξέσπασε. |
"Unerträglich, alles ist unerträglich geworden!" brach es aus ihr heraus. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• "[...]" ξέσπασε ο θείος μου στο φίλο δικηγόρο, που δεν έφταιγε σε τίποτα |
"[...]", hatte mein Onkel den befreundeten Rechtsanwalt angekeift, der nichts dafür konnte [für die Rechtslage, über die sich mein Onkel empörte] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] |
• Άλλα έφταιγαν, σ’ αυτήν ξεσπούσα. |
Was auch immer mich geärgert hat, an ihr [= meiner Mutter] habe ich meine Wut ausgelassen. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Βουβός καιρός, δεν θέλει να ξεσπάσει. |
Ein Wetter wie Blei, ein stummes Wetter, es will sich nicht entladen. [Feststellung beim Anblick des mit reglosen, schweren Gewitterwolken bedeckten finsteren Himmels] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
Weitere Wörter:
- ΞΕΝΥΧΤΩ...ξενυχτώ (-άς) 1) [intransitiv]: • ξενυχτώ ° sich die Nächte um die Ohren schlagen [GF+DF aus: Ταχτσής:...
- ΞΕΠΕΡΝΩ...ξεπερνώ (-άς) ξεπερνώ + Zeit(raum)angabe:...
- ΞΕΠΡΟΒΑΛΛΩ...ξεπροβάλλω = auftauchen / erscheinen / zum Vorschein kommen / hervortreten [etc.] – z.B.:...
- ΞΕΡΟΒΟΡΙ, το...ξεροβόρι, το • ένα παγωμένο ξεροβόρι ° ein eisiger trockener Nordwind [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] ...
- ΞΕΡΟΝΗΣΙ, το...ξερονήσι, το = βραχώδης και άγονη νησίδα [so die Umschreibung in einem Kreuzworträtsel] ...
- ΞΕΡΟΠΙΝΩ...ξεροπίνω πίνω κρασί (ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό) χωρίς παράλληλα – όπως κανονικά συνηθίζεται – να τρώω κάτι [ΛΔΗ] – π.χ.: • Οι τουρίστες ξεροπίνουν,...
- ΞΕΡΟΣ, -ή, -ό...ξερός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: trocken 2. Spezialbedeutung: Μερικές φορές σημαίνει "μόνος", συνήθως όταν πρόκειται για τρόφιμα. [ΛΔΗ] π.χ.:...
- ΞΕΡΩ...ξέρω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ξέρεις, ... [bzw.] ξέρετε, ... 3. να ξέρεις 4. ξέρω από 5. ξέρω κι εγώ [bzw.] πού να ξέρω (κι εγώ) 6....
- ΞΕΣΚΙΖΩ...ξεσκίζω • Κι ήρθε μια στιγμή που η κοπέλα είχε αγριέψει κι ετοιμαζόταν να ξεσκίσει αυτό τον τάχα φίλο της, [...] ° Dann kam ein Moment,...
- ΞΕΣΠΑΖΩ...ξεσπάζω s. ξεσπώ ...
- ΞΕΣΤΟΜΙΖΩ...ξεστομίζω • γνωρίζω πειρασμούς που δεν τολμώ να ξεστομίσω ° ich kenne Versuchungen,...
- ΞΕΤΡΕΛΑΙΝΩ...ξετρελαίνω • [...] – τέλος, της χάρισε ένα πράσινο ξύλινο κουτί με χρωματιστά μολύβια· η Λουίζα ξετρελάθηκε. ° [......
- ΞΕΤΥΛΑ...ξετύλα • Αλλά η τσέπη του είναι αδειανή. "Ψάξε καλά", μας λέει. Ξύνομε τη ραφή καλά, και βρίσκομε ένα σβώλο, ως ένα ρεβυθάκι μπόι. "Τώρα ξετύλα", λέει....
- ΞΕΥΤΙΛΑ, η...ξευτίλα, η (bzw. ξεφτίλα, η) • Γιατί, βέβαια, μεγαλύτερη ξευτίλα γι’ αυτόν που πίνει είναι ακριβώς να τον αποκαλύψεις κάλπη στο ποτό, [......
- ΞΕΥΤΙΛΙΖΩ...ξευτιλίζω (bzw. ξεφτιλίζω) (lt. ΛΚΝ auch: ξεφτελίζω) • Ξεφτίλισε τον Ερνστ για τα καλά, μπροστά σε όλους. ° Er hat Ernst runtergeputzt, nach Strich und Faden,...
- ΞΕΦΟΒΑΜΑΙ...ξεφοβάμαι • Ο Αλιμπέρης ξεφοβήθηκε τις οβίδες. ° Aliberis verlernt[e] die Furcht vor Granaten. [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΞΕΦΟΡΤΩΝΩ...ξεφορτώνω in intransitiver Verwendung: entladen werden: • Πέρα στο βάθος, ξεφόρτωνε ένα καμιόνι. ° Weiter hinten wurde ein Lastwagen entladen. [GF+DF aus:...
- ΞΕΦΤΙΛΑ, η...ξεφτίλα, η s. ξευτίλα, η ...
- ΞΕΦΤΙΛΙΖΩ...ξεφτιλίζω s. ξευτιλίζω ...