ξερός, -ή, -ό


1. Grundbedeutung: trocken


2. Spezialbedeutung:

Μερικές φορές σημαίνει "μόνος", συνήθως όταν πρόκειται για τρόφιμα. [ΛΔΗ] 

π.χ.:

• Τρία ξερά μήλα μας έφερε και τίποτ’ άλλο. (= μόνο τρία μήλα)   [ΛΔΗ]

• Το ψητό ξερό θα το φάμε; – [Α:] Όχι, βρε παιδιά! Θα έχουμε πατάτες, σαλάτες, σκορδαλιά ... Όρεξη μόνο να έχετε!   [ΛΔΗ]

• Φέρε μας και κανένα μεζεδάκι! Το ούζο ξερό θα το πιούμε;   [ΛΔΗ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΞΕΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...ξενικός, -ή, -ό • αυτή η γυναίκα με το ξενικό πρόσωπο ° diese Frau mit dem fremdartigen Gesicht [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενιτεμένος, -η, -ο = αυτός που ζει σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα του [ΛΜΠ] π.χ.: • Στον Ποταμό [= Dorf auf der Insel Κύθηρα] έβλεπες μόνο γέρους,...
  • ΞΕΝΥΧΤΙ, το...ξενύχτι, το τα ξενύχτια ° die langen Nächte * // die schlaflosen Nächte ** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] **[GF+DF aus: Κουμανταρέας:...
  • ΞΕΝΥΧΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενυχτισμένος, -η, -ο • είχε βλέμμα ξενυχτισμένου ° er hatte den Blick eines Übernächtigten [GF+DF aus:...
  • ΞΕΝΥΧΤΩ...ξενυχτώ (-άς) 1) [intransitiv]: • ξενυχτώ ° sich die Nächte um die Ohren schlagen [GF+DF aus: Ταχτσής:...
  • ΞΕΠΕΡΝΩ...ξεπερνώ (-άς) ξεπερνώ + Zeit(raum)angabe:...
  • ΞΕΠΡΟΒΑΛΛΩ...ξεπροβάλλω = auftauchen / erscheinen / zum Vorschein kommen / hervortreten [etc.] – z.B.:...
  • ΞΕΡΟΒΟΡΙ, το...ξεροβόρι, το • ένα παγωμένο ξεροβόρι ° ein eisiger trockener Nordwind [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] ...
  • ΞΕΡΟΝΗΣΙ, το...ξερονήσι, το = βραχώδης και άγονη νησίδα [so die Umschreibung in einem Kreuzworträtsel] ...
  • ΞΕΡΟΠΙΝΩ...ξεροπίνω πίνω κρασί (ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό) χωρίς παράλληλα – όπως κανονικά συνηθίζεται – να τρώω κάτι [ΛΔΗ] – π.χ.: • Οι τουρίστες ξεροπίνουν,...
Nachher:
  • ΞΕΡΩ...ξέρω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ξέρεις, ... [bzw.] ξέρετε, ... 3. να ξέρεις 4. ξέρω από 5. ξέρω κι εγώ [bzw.] πού να ξέρω (κι εγώ) 6....
  • ΞΕΣΚΙΖΩ...ξεσκίζω • Κι ήρθε μια στιγμή που η κοπέλα είχε αγριέψει κι ετοιμαζόταν να ξεσκίσει αυτό τον τάχα φίλο της, [...] ° Dann kam ein Moment,...
  • ΞΕΣΠΑΖΩ...ξεσπάζω s. ξεσπώ ...
  • ΞΕΣΠΩ...ξεσπώ (-άς) [bzw.] ξεσπάω (-άς) [bzw.] ξεσπάζω [Anm.: Die Form "ξεσπάζω" ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • "Ανυπόφορα όλα, ανυπόφορα έγιναν όλα!...
  • ΞΕΣΤΟΜΙΖΩ...ξεστομίζω • γνωρίζω πειρασμούς που δεν τολμώ να ξεστομίσω ° ich kenne Versuchungen,...
  • ΞΕΤΡΕΛΑΙΝΩ...ξετρελαίνω • [...] – τέλος, της χάρισε ένα πράσινο ξύλινο κουτί με χρωματιστά μολύβια· η Λουίζα ξετρελάθηκε. ° [......
  • ΞΕΤΥΛΑ...ξετύλα • Αλλά η τσέπη του είναι αδειανή. "Ψάξε καλά", μας λέει. Ξύνομε τη ραφή καλά, και βρίσκομε ένα σβώλο, ως ένα ρεβυθάκι μπόι. "Τώρα ξετύλα", λέει....
  • ΞΕΥΤΙΛΑ, η...ξευτίλα, η (bzw. ξεφτίλα, η) • Γιατί, βέβαια, μεγαλύτερη ξευτίλα γι’ αυτόν που πίνει είναι ακριβώς να τον απο­καλύψεις κάλπη στο ποτό, [......
  • ΞΕΥΤΙΛΙΖΩ...ξευτιλίζω (bzw. ξεφτιλίζω) (lt. ΛΚΝ auch: ξεφτελίζω) • Ξεφτίλισε τον Ερνστ για τα καλά, μπροστά σε όλους. ° Er hat Ernst runtergeputzt, nach Strich und Faden,...