ξετρελαίνω
• [...] – τέλος, της χάρισε ένα πράσινο ξύλινο κουτί με χρωματιστά μολύβια· η Λουίζα ξετρελάθηκε. ° [...] – schließlich verehrte [= schenkte] er ihr [= Luisa] einen grünen Holzkasten mit Farbstiften; Luisa war begeistert. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
• Εκείνο που ξετρέλανε την Τζούλια ήταν τα γεμιστά της κυρα-Κούλας. ° Richtig begeistert war Julia [im Rahmen des Abendessens] von Frau Koulas gefüllten Tomaten. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
• Τον ξετρέλαινε η ιδέα να εκνευρίσει τους Ελβετούς. ° Er [= der in Zürich lebende und studierende Grieche] war ganz versessen auf die Idee, den Schweizern eins auszuwischen [bzw: den Schweizern auf die Nerven zu fallen]. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΞΕΠΡΟΒΑΛΛΩ...ξεπροβάλλω = auftauchen / erscheinen / zum Vorschein kommen / hervortreten [etc.] – z.B.:...
- ΞΕΡΟΒΟΡΙ, το...ξεροβόρι, το • ένα παγωμένο ξεροβόρι ° ein eisiger trockener Nordwind [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] ...
- ΞΕΡΟΝΗΣΙ, το...ξερονήσι, το = βραχώδης και άγονη νησίδα [so die Umschreibung in einem Kreuzworträtsel] ...
- ΞΕΡΟΠΙΝΩ...ξεροπίνω πίνω κρασί (ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό) χωρίς παράλληλα – όπως κανονικά συνηθίζεται – να τρώω κάτι [ΛΔΗ] – π.χ.: • Οι τουρίστες ξεροπίνουν,...
- ΞΕΡΟΣ, -ή, -ό...ξερός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: trocken 2. Spezialbedeutung: Μερικές φορές σημαίνει "μόνος", συνήθως όταν πρόκειται για τρόφιμα. [ΛΔΗ] π.χ.:...
- ΞΕΡΩ...ξέρω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. ξέρεις, ... [bzw.] ξέρετε, ... 3. να ξέρεις 4. ξέρω από 5. ξέρω κι εγώ [bzw.] πού να ξέρω (κι εγώ) 6....
- ΞΕΣΚΙΖΩ...ξεσκίζω • Κι ήρθε μια στιγμή που η κοπέλα είχε αγριέψει κι ετοιμαζόταν να ξεσκίσει αυτό τον τάχα φίλο της, [...] ° Dann kam ein Moment,...
- ΞΕΣΠΑΖΩ...ξεσπάζω s. ξεσπώ ...
- ΞΕΣΠΩ...ξεσπώ (-άς) [bzw.] ξεσπάω (-άς) [bzw.] ξεσπάζω [Anm.: Die Form "ξεσπάζω" ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • "Ανυπόφορα όλα, ανυπόφορα έγιναν όλα!...
- ΞΕΣΤΟΜΙΖΩ...ξεστομίζω • γνωρίζω πειρασμούς που δεν τολμώ να ξεστομίσω ° ich kenne Versuchungen,...
Nachher:
- ΞΕΤΥΛΑ...ξετύλα • Αλλά η τσέπη του είναι αδειανή. "Ψάξε καλά", μας λέει. Ξύνομε τη ραφή καλά, και βρίσκομε ένα σβώλο, ως ένα ρεβυθάκι μπόι. "Τώρα ξετύλα", λέει....
- ΞΕΥΤΙΛΑ, η...ξευτίλα, η (bzw. ξεφτίλα, η) • Γιατί, βέβαια, μεγαλύτερη ξευτίλα γι’ αυτόν που πίνει είναι ακριβώς να τον αποκαλύψεις κάλπη στο ποτό, [......
- ΞΕΥΤΙΛΙΖΩ...ξευτιλίζω (bzw. ξεφτιλίζω) (lt. ΛΚΝ auch: ξεφτελίζω) • Ξεφτίλισε τον Ερνστ για τα καλά, μπροστά σε όλους. ° Er hat Ernst runtergeputzt, nach Strich und Faden,...
- ΞΕΦΟΒΑΜΑΙ...ξεφοβάμαι • Ο Αλιμπέρης ξεφοβήθηκε τις οβίδες. ° Aliberis verlernt[e] die Furcht vor Granaten. [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΞΕΦΟΡΤΩΝΩ...ξεφορτώνω in intransitiver Verwendung: entladen werden: • Πέρα στο βάθος, ξεφόρτωνε ένα καμιόνι. ° Weiter hinten wurde ein Lastwagen entladen. [GF+DF aus:...
- ΞΕΦΤΙΛΑ, η...ξεφτίλα, η s. ξευτίλα, η ...
- ΞΕΦΤΙΛΙΖΩ...ξεφτιλίζω s. ξευτιλίζω ...
- ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ...ξεχνιέμαι 1. Grundbedeutung: vergessen werden 2. Spezialbedeutung: abschalten / sich entspannen / sich ablenken / auf andere Gedanken kommen [etc....
- ΞΕΧΝΩ...ξεχνώ (-άς) ξεχνιέμαι: s. eigenes Stichwort ...