ρόφημα, το


• Παρήγγειλα ένα ρόφημα σοκολάτας και το ήπια αργά, [...].  °  Ich bestellte [im Café] eine heiße Schokolade und trank sie in langsamen Schlucken, […]   [GF+DF aus: Όσες φορές]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΡΟΖΙΚΛΑΙΡ, το...Ροζικλαίρ, το es handelt sich um ein Kino in Athen [s. Ταχτσής: Στεφάνι, S. 153, 4.Z.] ...
  • ΡΟΙΔΟ, το ...richtig: ΡΟΪΔΟ, το ...
  • ΡΟΪΔΟ, το...ρόιδο, το τα ’κανε ρόιδο: - φράση που σημαίνει πως κάποιος αδέξια χειρίστηκε κάποιο ζήτημα και τελικά δεν πέτυχε [Νατσ., σ....
  • ΡΟΛΟΙ, το ...richtig: ΡΟΛΟΪ, το ...
  • ΡΟΛΟΪ, το...ρολόι, το (Gen.: του ρολογιού // Pl.: τα ρολόγια / Gen.: των ρολογιών) 1. Grundbedeutung: die Uhr 2. με το ρολόι:...
  • ΡΟΥΣΦΕΤΙ, το...ρουσφέτι, το • Ο πατέρας μου είχε κάνει κάποτε ένα ρουσφέτι στον μαθηματικό, μεσολάβησε να βγάλει άδεια κυνηγού ή κάτι τέτοιο....
  • ΡΟΥΦΗΞΙΑ, η...ρουφηξιά, η 1) der Schluck (= η γουλιά) 2) der Zug [an einer Zigarette etc.]: • κι η Λυζέλ κάπνιζε, αργά, με μια μικρή πίπα,...
  • ΡΟΥΦΙΑΝΟΣ, ο...ρουφιάνος, ο = der Schuft [bzw.] der Halunke [GF+ (beide) DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
  • ΡΟΥΦΩ...ρουφώ (-άς) 1. [allgemein]: • [...] και προσπαθούσε να βάλει στο στόμα το τσιγάρο να ρουφήξει, αλλά ήταν αδύνα­το, [...] [Anm.:...
  • ΡΟΥΧΑ, τα...ρούχα, τα βγαίνω από τα ρούχα μου:...
Nachher:
  • ΡΥΘΜΟΣ, ο...ρυθμός, ο • Τα πράγματα ξαναπήραν για ένα διάστημα τον ρυθμό τους. ° Die Dinge nahmen für eine Weile [wieder] ihren [gewohnten] Lauf. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΡΥΠΑΝΣΗ, η...ρύπανση, η Zum Verhältnis der Begriffe ρύπανση und μόλυνση:...
  • ΡΩΤΩ...ρωτώ (-άς) 1. Grundbedeutung: fragen 2. ρωτώ να μάθω ° sich erkundigen / versuchen, in Erfahrung zu bringen [etc.]:...
  • ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ, ο...Σαγγάριος, ο • Σαγγάριος. Ένας όμορφος ποταμός στη βαθιά του κοιλάδα. Εδώ μπορείς και τρεις φορές να σπέρνεις και να μαζεύεις σοδειά....
  • ΣΑΓΙΟΝΑΡΑ, η...σαγιονάρα, η 1. Bedeutung: είδος πλαστικής παντόφλας που συγκρατείται από δύο λουριά σε σχήμα V, που η γωνία τους περνά από το μεγάλο δάχτυλο [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΣΑΖΙ, το...σάζι, το (Plural: τα σάζια) = die Saz [türkisches Musikinstrument] ...
  • ΣΑΚΑΤΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σακατεμένος, -η, -ο • Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός, / σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις, / σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι....
  • ΣΑΛΑ, η...σάλα, η • η οικοδόμηση 2000 – 3000 σπιτιών (δηλαδή, οικίσκων με σάλα, ένα δωμάτιο και κουζινίτσα!...
  • ΣΑΛΕΥΩ...σαλεύω μου σαλεύει ° τρελαίνομαι [ΛΔΗ] π.χ.: • Τι είν’ αυτά που λες; Σου σάλεψε, μου φαίνεται! [ΛΔΗ] • Τρελλάθηκες, σου σάλεψε, πάμε να φύγουμε....