σαγιονάρα, η
1. Bedeutung:
είδος πλαστικής παντόφλας που συγκρατείται από δύο λουριά σε σχήμα V, που η γωνία τους περνά από το μεγάλο δάχτυλο [ΛΚΝ]
π.χ.:
• ένας άντρας με σαγιονάρες ° ein Mann mit Badeschlappen [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
• οι σαγιονάρες είναι ιδεώδη πέδιλα για τη θάλασσα ° Sayonara-Schlappen sind fürs Meer am besten geeignet [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]
• οι σαγιονάρες μου της θάλασσας ° meine Badeschuhe [GF+DF aus: Γ. Ρίτσος: Τι παράξενα πράματα]
2. Herkunft des Wortes:
ιαπων. sayonara "αντίο" (από τίτλο κινηματογραφικού έργου, όπου οι ήρωες φορούσαν τέτοιες παντόφλες) [ΛΚΝ]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΡΟΥΣΦΕΤΙ, το...ρουσφέτι, το • Ο πατέρας μου είχε κάνει κάποτε ένα ρουσφέτι στον μαθηματικό, μεσολάβησε να βγάλει άδεια κυνηγού ή κάτι τέτοιο....
- ΡΟΥΦΗΞΙΑ, η...ρουφηξιά, η 1) der Schluck (= η γουλιά) 2) der Zug [an einer Zigarette etc.]: • κι η Λυζέλ κάπνιζε, αργά, με μια μικρή πίπα,...
- ΡΟΥΦΙΑΝΟΣ, ο...ρουφιάνος, ο = der Schuft [bzw.] der Halunke [GF+ (beide) DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
- ΡΟΥΦΩ...ρουφώ (-άς) 1. [allgemein]: • [...] και προσπαθούσε να βάλει στο στόμα το τσιγάρο να ρουφήξει, αλλά ήταν αδύνατο, [...] [Anm.:...
- ΡΟΥΧΑ, τα...ρούχα, τα βγαίνω από τα ρούχα μου:...
- ΡΟΦΗΜΑ, το...ρόφημα, το • Παρήγγειλα ένα ρόφημα σοκολάτας και το ήπια αργά, [...]. ° Ich bestellte [im Café] eine heiße Schokolade und trank sie in langsamen Schlucken,...
- ΡΥΘΜΟΣ, ο...ρυθμός, ο • Τα πράγματα ξαναπήραν για ένα διάστημα τον ρυθμό τους. ° Die Dinge nahmen für eine Weile [wieder] ihren [gewohnten] Lauf. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΡΥΠΑΝΣΗ, η...ρύπανση, η Zum Verhältnis der Begriffe ρύπανση und μόλυνση:...
- ΡΩΤΩ...ρωτώ (-άς) 1. Grundbedeutung: fragen 2. ρωτώ να μάθω ° sich erkundigen / versuchen, in Erfahrung zu bringen [etc.]:...
- ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ, ο...Σαγγάριος, ο • Σαγγάριος. Ένας όμορφος ποταμός στη βαθιά του κοιλάδα. Εδώ μπορείς και τρεις φορές να σπέρνεις και να μαζεύεις σοδειά....
Nachher:
- ΣΑΖΙ, το...σάζι, το (Plural: τα σάζια) = die Saz [türkisches Musikinstrument] ...
- ΣΑΚΑΤΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σακατεμένος, -η, -ο • Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός, / σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις, / σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι....
- ΣΑΛΑ, η...σάλα, η • η οικοδόμηση 2000 – 3000 σπιτιών (δηλαδή, οικίσκων με σάλα, ένα δωμάτιο και κουζινίτσα!...
- ΣΑΛΕΥΩ...σαλεύω μου σαλεύει ° τρελαίνομαι [ΛΔΗ] π.χ.: • Τι είν’ αυτά που λες; Σου σάλεψε, μου φαίνεται! [ΛΔΗ] • Τρελλάθηκες, σου σάλεψε, πάμε να φύγουμε....
- ΣΑΛΟΝΙ, το...σαλόνι, το = [u.a.] das Wohnzimmer – zB.: • Εκατομμύρια τηλεθεατές κάθονται στο σαλόνι τους και παρακολουθούν αυτοκίνητα ... [Anm.:...
- ΣΑΛΠΑΡΙΣΜΑ, το...σαλπάρισμα, το • Μανούβρα για σαλπάρισμα. ° Auslaufmanöver. [sc. die technischen Abläufe bei einem Schiff, das den Hafen verlässt] [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΣΑΜΠΩΣ...σάμπως • Τι θα γίνει,...
- ΣΑΝ...σαν Übersicht: 1. Grundbedeutungen bzw. -funktionen 2. σαν τι 3. σαν να λέμε 4. με τις σημασίες "μου φαίνεται πως" / "λες και" / "σχετικά" 5....
- ΣΑΝΤΕ...Σαντέ • κοντοστέκονταν στο περίπτερο να πάρουν τσιγάρα, ο ένας "σαντέ", ο άλλος σέρτικα ° sie machten beim Kiosk einen Halt, um Zigaretten zu kaufen,...