σαλόνι, το
= [u.a.] das Wohnzimmer – zB.:
• Εκατομμύρια τηλεθεατές κάθονται στο σαλόνι τους και παρακολουθούν αυτοκίνητα ... [Anm.: gemeint sind die Fernsehzuschauer bei Übertragungen von Autorennen]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΡΟΦΗΜΑ, το...ρόφημα, το • Παρήγγειλα ένα ρόφημα σοκολάτας και το ήπια αργά, [...]. ° Ich bestellte [im Café] eine heiße Schokolade und trank sie in langsamen Schlucken,...
- ΡΥΘΜΟΣ, ο...ρυθμός, ο • Τα πράγματα ξαναπήραν για ένα διάστημα τον ρυθμό τους. ° Die Dinge nahmen für eine Weile [wieder] ihren [gewohnten] Lauf. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΡΥΠΑΝΣΗ, η...ρύπανση, η Zum Verhältnis der Begriffe ρύπανση und μόλυνση:...
- ΡΩΤΩ...ρωτώ (-άς) 1. Grundbedeutung: fragen 2. ρωτώ να μάθω ° sich erkundigen / versuchen, in Erfahrung zu bringen [etc.]:...
- ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ, ο...Σαγγάριος, ο • Σαγγάριος. Ένας όμορφος ποταμός στη βαθιά του κοιλάδα. Εδώ μπορείς και τρεις φορές να σπέρνεις και να μαζεύεις σοδειά....
- ΣΑΓΙΟΝΑΡΑ, η...σαγιονάρα, η 1. Bedeutung: είδος πλαστικής παντόφλας που συγκρατείται από δύο λουριά σε σχήμα V, που η γωνία τους περνά από το μεγάλο δάχτυλο [ΛΚΝ] π.χ.:...
- ΣΑΖΙ, το...σάζι, το (Plural: τα σάζια) = die Saz [türkisches Musikinstrument] ...
- ΣΑΚΑΤΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σακατεμένος, -η, -ο • Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός, / σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις, / σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι....
- ΣΑΛΑ, η...σάλα, η • η οικοδόμηση 2000 – 3000 σπιτιών (δηλαδή, οικίσκων με σάλα, ένα δωμάτιο και κουζινίτσα!...
- ΣΑΛΕΥΩ...σαλεύω μου σαλεύει ° τρελαίνομαι [ΛΔΗ] π.χ.: • Τι είν’ αυτά που λες; Σου σάλεψε, μου φαίνεται! [ΛΔΗ] • Τρελλάθηκες, σου σάλεψε, πάμε να φύγουμε....
Nachher:
- ΣΑΛΠΑΡΙΣΜΑ, το...σαλπάρισμα, το • Μανούβρα για σαλπάρισμα. ° Auslaufmanöver. [sc. die technischen Abläufe bei einem Schiff, das den Hafen verlässt] [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΣΑΜΠΩΣ...σάμπως • Τι θα γίνει,...
- ΣΑΝ...σαν Übersicht: 1. Grundbedeutungen bzw. -funktionen 2. σαν τι 3. σαν να λέμε 4. με τις σημασίες "μου φαίνεται πως" / "λες και" / "σχετικά" 5....
- ΣΑΝΤΕ...Σαντέ • κοντοστέκονταν στο περίπτερο να πάρουν τσιγάρα, ο ένας "σαντέ", ο άλλος σέρτικα ° sie machten beim Kiosk einen Halt, um Zigaretten zu kaufen,...
- ΣΑΝΤΕΖΑ, η...σαντέζα, η • η γριά σαντέζα ° die alte Chansonette [GF+DF aus: Καζαντζάκης:...
- ΣΑΡΩΝΩ...σαρώνω 1) [Bedeutung u.a.]: überrollen [im metaphorischen Sinn] 2) Sonstiges: • Η επιστήμη θα σαρώσει την ανθρώπινη δυστυχία! ° Die Wissenschaft [zB....
- ΣΑΤΕΝ, το...σατέν, το • στο σατέν φόρεμά της ° auf ihrem Satinkleid [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
- ΣΒΗΝΩ...σβήνω 1. σβήνω – σβύνω: Το ρήμα "σβήνω", πριν καθιερωθεί με "η", γραφόταν με "υ": "σβύνω". [Καρζής, σ. 194] 2. spezielle Formen:...
- ΣΒΥΝΩ...σβύνω s. σβήνω ...