σάλα, η


• η οικοδόμηση 2000 – 3000 σπιτιών (δηλαδή, οικίσκων με σάλα, ένα δωμάτιο και κουζινίτσα!) για τους μικρασιάτες πρόσφυγες  [Projekt der Regierung Metaxas in Griechenland, 1936/37] 


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΡΟΥΦΩ...ρουφώ (-άς) 1. [allgemein]: • [...] και προσπαθούσε να βάλει στο στόμα το τσιγάρο να ρουφήξει, αλλά ήταν αδύνα­το, [...] [Anm.:...
  • ΡΟΥΧΑ, τα...ρούχα, τα βγαίνω από τα ρούχα μου:...
  • ΡΟΦΗΜΑ, το...ρόφημα, το • Παρήγγειλα ένα ρόφημα σοκολάτας και το ήπια αργά, [...]. ° Ich bestellte [im Café] eine heiße Schokolade und trank sie in langsamen Schlucken,...
  • ΡΥΘΜΟΣ, ο...ρυθμός, ο • Τα πράγματα ξαναπήραν για ένα διάστημα τον ρυθμό τους. ° Die Dinge nahmen für eine Weile [wieder] ihren [gewohnten] Lauf. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΡΥΠΑΝΣΗ, η...ρύπανση, η Zum Verhältnis der Begriffe ρύπανση und μόλυνση:...
  • ΡΩΤΩ...ρωτώ (-άς) 1. Grundbedeutung: fragen 2. ρωτώ να μάθω ° sich erkundigen / versuchen, in Erfahrung zu bringen [etc.]:...
  • ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ, ο...Σαγγάριος, ο • Σαγγάριος. Ένας όμορφος ποταμός στη βαθιά του κοιλάδα. Εδώ μπορείς και τρεις φορές να σπέρνεις και να μαζεύεις σοδειά....
  • ΣΑΓΙΟΝΑΡΑ, η...σαγιονάρα, η 1. Bedeutung: είδος πλαστικής παντόφλας που συγκρατείται από δύο λουριά σε σχήμα V, που η γωνία τους περνά από το μεγάλο δάχτυλο [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΣΑΖΙ, το...σάζι, το (Plural: τα σάζια) = die Saz [türkisches Musikinstrument] ...
  • ΣΑΚΑΤΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σακατεμένος, -η, -ο • Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός, / σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις, / σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι....
Nachher:
  • ΣΑΛΕΥΩ...σαλεύω μου σαλεύει ° τρελαίνομαι [ΛΔΗ] π.χ.: • Τι είν’ αυτά που λες; Σου σάλεψε, μου φαίνεται! [ΛΔΗ] • Τρελλάθηκες, σου σάλεψε, πάμε να φύγουμε....
  • ΣΑΛΟΝΙ, το...σαλόνι, το = [u.a.] das Wohnzimmer – zB.: • Εκατομμύρια τηλεθεατές κάθονται στο σαλόνι τους και παρακολουθούν αυτοκίνητα ... [Anm.:...
  • ΣΑΛΠΑΡΙΣΜΑ, το...σαλπάρισμα, το • Μανούβρα για σαλπάρισμα. ° Auslaufmanöver. [sc. die technischen Abläufe bei einem Schiff, das den Hafen verlässt] [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
  • ΣΑΜΠΩΣ...σάμπως • Τι θα γίνει,...
  • ΣΑΝ...σαν Übersicht: 1. Grundbedeutungen bzw. -funktionen 2. σαν τι 3. σαν να λέμε 4. με τις σημασίες "μου φαίνεται πως" / "λες και" / "σχετικά" 5....
  • ΣΑΝΤΕ...Σαντέ • κοντοστέκονταν στο περίπτερο να πάρουν τσιγάρα, ο ένας "σαντέ", ο άλλος σέρτικα ° sie machten beim Kiosk einen Halt, um Zigaretten zu kaufen,...
  • ΣΑΝΤΕΖΑ, η...σαντέζα, η • η γριά σαντέζα ° die alte Chansonette [GF+DF aus: Καζαντζάκης:...
  • ΣΑΡΩΝΩ...σαρώνω 1) [Bedeutung u.a.]: überrollen [im metaphorischen Sinn] 2) Sonstiges: • Η επιστήμη θα σαρώσει την ανθρώπινη δυστυχία! ° Die Wissenschaft [zB....
  • ΣΑΤΕΝ, το...σατέν, το • στο σατέν φόρεμά της ° auf ihrem Satinkleid [GF+DF aus: Όσες φορές] ...