ρυθμός, ο
• Τα πράγματα ξαναπήραν για ένα διάστημα τον ρυθμό τους. ° Die Dinge nahmen für eine Weile [wieder] ihren [gewohnten] Lauf. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• Την άλλη μέρα όλα ξαναπήραν τον κανονικό τους ρυθμό, [...] ° Am nächsten Tag nahm alles wieder seinen gewohnten Gang an [= ging alles wieder seinen gewohnten Gang], […] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
• [...] και να πάρει η ζωή του πάλι το ρυθμό της. ° [...] und um sein Leben wieder in [den] gewohnten Gang zu bringen. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus: Kalimerhaba]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΡΟΙΔΟ, το ...richtig: ΡΟΪΔΟ, το ...
- ΡΟΪΔΟ, το...ρόιδο, το τα ’κανε ρόιδο: - φράση που σημαίνει πως κάποιος αδέξια χειρίστηκε κάποιο ζήτημα και τελικά δεν πέτυχε [Νατσ., σ....
- ΡΟΛΟΙ, το ...richtig: ΡΟΛΟΪ, το ...
- ΡΟΛΟΪ, το...ρολόι, το (Gen.: του ρολογιού // Pl.: τα ρολόγια / Gen.: των ρολογιών) 1. Grundbedeutung: die Uhr 2. με το ρολόι:...
- ΡΟΥΣΦΕΤΙ, το...ρουσφέτι, το • Ο πατέρας μου είχε κάνει κάποτε ένα ρουσφέτι στον μαθηματικό, μεσολάβησε να βγάλει άδεια κυνηγού ή κάτι τέτοιο....
- ΡΟΥΦΗΞΙΑ, η...ρουφηξιά, η 1) der Schluck (= η γουλιά) 2) der Zug [an einer Zigarette etc.]: • κι η Λυζέλ κάπνιζε, αργά, με μια μικρή πίπα,...
- ΡΟΥΦΙΑΝΟΣ, ο...ρουφιάνος, ο = der Schuft [bzw.] der Halunke [GF+ (beide) DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
- ΡΟΥΦΩ...ρουφώ (-άς) 1. [allgemein]: • [...] και προσπαθούσε να βάλει στο στόμα το τσιγάρο να ρουφήξει, αλλά ήταν αδύνατο, [...] [Anm.:...
- ΡΟΥΧΑ, τα...ρούχα, τα βγαίνω από τα ρούχα μου:...
- ΡΟΦΗΜΑ, το...ρόφημα, το • Παρήγγειλα ένα ρόφημα σοκολάτας και το ήπια αργά, [...]. ° Ich bestellte [im Café] eine heiße Schokolade und trank sie in langsamen Schlucken,...
Nachher:
- ΡΥΠΑΝΣΗ, η...ρύπανση, η Zum Verhältnis der Begriffe ρύπανση und μόλυνση:...
- ΡΩΤΩ...ρωτώ (-άς) 1. Grundbedeutung: fragen 2. ρωτώ να μάθω ° sich erkundigen / versuchen, in Erfahrung zu bringen [etc.]:...
- ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ, ο...Σαγγάριος, ο • Σαγγάριος. Ένας όμορφος ποταμός στη βαθιά του κοιλάδα. Εδώ μπορείς και τρεις φορές να σπέρνεις και να μαζεύεις σοδειά....
- ΣΑΓΙΟΝΑΡΑ, η...σαγιονάρα, η 1. Bedeutung: είδος πλαστικής παντόφλας που συγκρατείται από δύο λουριά σε σχήμα V, που η γωνία τους περνά από το μεγάλο δάχτυλο [ΛΚΝ] π.χ.:...
- ΣΑΖΙ, το...σάζι, το (Plural: τα σάζια) = die Saz [türkisches Musikinstrument] ...
- ΣΑΚΑΤΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...σακατεμένος, -η, -ο • Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός, / σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις, / σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι....
- ΣΑΛΑ, η...σάλα, η • η οικοδόμηση 2000 – 3000 σπιτιών (δηλαδή, οικίσκων με σάλα, ένα δωμάτιο και κουζινίτσα!...
- ΣΑΛΕΥΩ...σαλεύω μου σαλεύει ° τρελαίνομαι [ΛΔΗ] π.χ.: • Τι είν’ αυτά που λες; Σου σάλεψε, μου φαίνεται! [ΛΔΗ] • Τρελλάθηκες, σου σάλεψε, πάμε να φύγουμε....
- ΣΑΛΟΝΙ, το...σαλόνι, το = [u.a.] das Wohnzimmer – zB.: • Εκατομμύρια τηλεθεατές κάθονται στο σαλόνι τους και παρακολουθούν αυτοκίνητα ... [Anm.:...