AUSFÜHRLICH
1) αναλυτικός, -ή, -ό:
• die ausführliche (die detaillierte) Beschreibung der Hinrichtungen [in dem Roman] ° η αναλυτική περιγραφή των εκτελέσεων
2) διεξοδικός, -ή, -ό:
• Wenn du (einmal) einen Abend Zeit hast, Maria, könnten wir uns vielleicht (einmal) ausführlich über das Thema unterhalten. ° Αν έχεις ένα βράδυ καιρό, Μαρία, θα μπορούσαμε ίσως να συζητήσουμε διεξοδικά για το θέμα.
• Alles Weitere [in dieser Angelegenheit] können Sie später ausführlicher [mit ihm] besprechen. ° Όλα τα υπόλοιπα θα μπορέσετε να τα συζητήσετε πιο διεξοδικά αργότερα.
3) λεπτομερής, -ής, -ές:
• Schön, dass du uns so ausführlich (so detailliert) von deiner Leidenschaft für Computer erzählt hast. ° Ωραία που μας μίλησες τόσο λεπτομερώς για το πάθος σου με τα κομπιούτερ.
4) εκτενής, -ής, -ές:
• Am Ende einer jeden Studie gibt es eine ausführliche Bibliographie. ° Στο τέλος κάθε μελέτης υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία.
• mit ausführlichen Meldungen (Berichten) in den Fernseh- und Radionachrichten(sendungen) [wurde die Öffentlichkeit über diesen Vorfall informiert] ° με εκτενείς αναφορές στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά δελτία ειδήσεων
• Weiter unten [im Text] werde ich dir, wenn ich daran denke, ausführlicher über Dimitris' Lächeln [das ich jetzt nur erwähnt habe] erzählen. ° Παρακάτω, αν το θυμηθώ, θα σου μιλήσω εκτενέστερα για το χαμόγελο του Δημήτρη.
Weitere Wörter:
- AUSFERTIGEN......
- AUSFERTIGUNG, die......
- AUSFINDIG......
- AUSFLUG, der......
- AUSFORSCHEN......
- AUSFORSCHUNG, die......
- AUSFRANSEN......
- AUSFUHR, die......
- AUSFUHR+......
- AUSFÜHREN......
- AUSFÜHRUNG, die......
- AUSFÜLLEN......
- AUSGABE, die......
- AUSGABEN, die......
- AUSGANG, der......
- AUSGANGSPUNKT, der......
- AUSGANGSSPERRE, die......
- AUSGANGSSPRACHE, die......
- AUSGEBEN......