AUSFÜLLEN


1) [Formulare, Fragebögen etc.]:

a) συμπληρώνω:

• die Fragebögen wurden [von den Teilnehmern an der Befragung] anonym ausgefüllt  °  τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν ανώνυμα

• die ausgefüllten Formulare  °  τα συμπληρωμένα έντυπα

       b) das Ausfüllen  °  η συμπλήρωση:

• (das) Ausfüllen eines Formulars  °  συμπλήρωση ενός εντύπου


2) Sonstiges:

• eine Lücke (aus)füllen [metaphorisch]  °  αναπληρώνω  [BS s. unter füllen (Z 2)]

• die Tätigkeit, die mich mehr als jede andere ausfüllt [sc.: erfüllt, emotional fesselt etc.]  °  η δραστηριότητα που με απορροφάει περισσότερο από κάθε άλλη


Weitere Wörter: