AUSGENOMMEN

[= mit Ausnahme von / außer]


1) πλην (+ Gen.):

• in allen EU-Ländern, ausgenommen (außer) dem Vereinigten Königreich  °  σε όλες τις χώρες της ΕΕ πλην του Ηνωμένου Βασιλείου


2) του (της / του) … εξαιρουμένου (-ης):

• Den (ur)alten magischen Ritualen (der Stammeszauberer) folgten alle danach kom­men­­den Religionen, das Christentum nicht ausgenommen.  °  Τις αρχαίες μαγικές τελετουργίες (των μάγων της φυλής) διαδέχθηκαν όλες οι κατοπινές θρησκείες, μηδέ του Χριστιανισμού εξαιρουμένου.

• Der Krieg im Libanon hinterlässt schwer seinen Schatten in der Region, überall Be­sorg­nis und Unsicherheit(en) verbreitend, unsere kleine Heimat [= Griechenland] nicht aus­ge­nom­men.  °  Ο πόλεμος στον Λίβανο αφήνει βαριά τη σκιά του στην περιοχή, μεταφέροντας ανησυχία και αβεβαιότητες παντού, μηδέ της μικρής πατρίδας μας εξαιρουμένης.


3) εξαιρώντας (+ Akk.):

• ein schöner Strand, ausgenommen natürlich das dreckige Meer (..., abgesehen natür­lich vom dreckigen Meer)  °  μια όμορφη πλαζ, εξαιρώντας βέβαια τη βρώμικη θάλασσα


4) Sonstiges:

vgl. auch abgesehen (Z I.1)


Weitere Wörter: