-EINHALB


=  -μισι [bzw.] -ήμισι   (Schreibweise auch: -μισυ bzw. -ήμισυ)   [undeklinierbar]    [s. die folgende Ziffer 2]

       Ausnahme: ενάμισης1) 2) / μιάμιση / ενάμισι1)   [s. die folgende Ziffer 1]

               1) [lt. ΛΜΠ auch möglich (etymologisch korrekt): ενάμισυς / ενάμισυ ] 

               2) [lt. ΛΜΠ: επίσης (λαϊκότ.): ενάμισος]


1) eineinhalb:

       a) [männlich]: ενάμισης 3) [bzw.] ενάμισυς 4) :

               3) (Gen. + Akk.: ενάμιση)  //  4) (Gen. + Akk.: ενάμισυ)

• eineinhalb Jahre sind bereits vergangen  °  ενάμισης χρόνος πέρασε κιόλα *

• eine Last von eineinhalb Tonnen  °  ένα φορτίο ενάμιση τόνου   [BS aus: Holton (u.a.): Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας, S. 290]

• in eineinhalb Monaten wird er entlassen  °  σε ενάμιση μήνα απολύεται *

• Eineinhalb Jahre warte ich auf dich.  °  Ενάμιση χρόνο σε περιμένω. ***

• vor eineinhalb Jahren  °  πριν από ενάμιση χρόνο

• in den letzten eineinhalb Jahren  °  τον τελευταίο ενάμισυ χρόνο

       b) [weiblich]: μιάμιση:

(Gen.: μιάμισης / Akk.: μιάμιση):

• fast eineinhalb Stunden dauerte der Vortrag  °  μιάμιση ώρα σχεδόν κράτησε η διάλεξη *

• vor eineinhalb Stunden  °  πριν από μιάμιση ώρα

• mit eineinhalbstündiger Verspätung  °  με μιάμισης ώρας καθυστέρηση *

       c) [sächlich]: ενάμισι [bzw.] ενάμισυ:

(Gen. + Akk.: wie Nominativ):

• eineinhalb Kilometer  °  ενάμισι χιλιόμετρο *

• Eineinhalb Grundstücke haben sie geerbt.  °  Ενάμισι οικόπεδο κληρονόμησαν. ***

• eineinhalb Kilo Seife  °  ενάμισι κιλό σαπούνι

• eineinhalb Millionen Mitglieder  °  ενάμιση εκατομμύριο μέλη   [Anm.: richtig wäre wohl: ενάμισι ]

• er verwaltet ein Budget von eineinhalb Milliarden französischen Francs  °  διαχειρίζεται προϋπολογισμό ενάμισι δισεκατομμυρίου γαλλικών φράγκων

• seinen jüngeren, eineinhalb Jahre alten Bruder [Akk.]  °  τον μικρότερο αδελφό του, ηλικίας ενάμισι χρονών   [Anm.: χρονών – Plural!]

• Mein Baby. Es ist eineinhalb Jahre alt.  °  Το μωρό μου. Είναι ενάμισι έτους. 

• eine Eineinhalb-Liter Flasche  °  ένα μπουκάλι ενάμισι λίτρου   [BS aus: Holton (u.a.): Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας, S. 290]

[aber auch gelesen]:

• eine Eineinhalb-Liter-Flasche Mineralwasser  °  ένα μπουκάλι του ενάμισου λίτρου μεταλλικό νερό       [Anm.: ενάμισου !]


2) zweieinhalb, dreieinhalb [etc.]:

       2.1. zweieinhalb  °  δυόμισι (bzw. δυόμισυ):

• zweieinhalb Tonnen / Stunden / Kilo  °  δυόμισι τόνοι / ώρες / κιλά

• seit zweieinhalb Jahren  °  εδώ και δυόμισι χρόνια

• zweieinhalb Millionen [Fernseh-]Zuschauer  °  δυόμισυ εκατομμύρια θεατές

       2.2. dreieinhalb  °  [männl. + weibl.:] τρεισήμισι (bzw. τρεισήμισυ) // [sächlich:] τριάμισι (bzw. τριάμισυ):

• für dreieinhalb Monate  °  για τρεισήμισι μήνες

• dreieinhalb Seiten  °  τρεισήμισι σελίδες *

• Dreieinhalb Stunden tanzte er/sie.  °  Τρεισήμισι ώρες χόρευε. ***

• 95 % meiner dreieinhalbtausend Kunden  °  το 95% των τρεισήμισι χιλιάδων πελατών μου

• dreieinhalb Meter  °  τριάμισι μέτρα *

• nach dreieinhalb Jahren  °  μετά από τριάμισι χρόνια

• dreieinhalb Millionen [sc. Drachmen]  °  τριάμισυ εκατομμύρια

       2.3. viereinhalb  °  [männl. + weibl.:] τεσσερ(ε)ισήμισι (bzw. τεσσερ(ε)ισήμισυ) // [sächlich:] τεσσεράμισι (bzw. τεσσεράμισυ):

• viereinhalb Jahrhunderte  °  τεσσερεισήμισι αιώνες **

• viereinhalb Tage  °  τεσσερεισήμισι μέρες  **

• ein Marsch von viereinhalb Stunden  °  πορεία τεσσερισήμισι ωρών *

• viereinhalb Stunden lang  °  επί τεσσερισήμισυ ώρες 

• viereinhalb Jahre  °  τεσσεράμισι χρόνια **

• Ausgestattet mit einer Erfahrung von viereinhalb Jahren auf der Couch [sc. als Analy­sand in einer Psychoanalyse], […]  °  Έχοντας εμπειρία τεσσεράμισι ετών στο ντιβάνι, [...]

       2.4. fünfeinhalb [usw.]  °  πεντέμισι (bzw. πεντέμισυ) [usw.]:

• fünfeinhalb Jahre [alt]  °  πεντέμισι χρονών *

• sechseinhalb Tonnen / Wochen / Liter  °  εξίμισι τόνοι / εβδομάδες / λίτρα

• Ich bin achteinhalb Kilometer gegangen.  °  Περπάτησα οχτώμισι χιλιόμετρα. ***

*[BS aus: Παπαζαφείρη, τόμος Α', Seite 106]

**[BS aus ΛΜΠ, Seite 608]

***[BS aus: Καρζής: Τα σωστά ελληνικά, Seite 113]


Weitere Wörter: