-EMPFINDLICH


• Es ist sehr licht-, luft und wärmeempfindlich. [sc. das Vitamin C = η βιταμίνη C]  °  Είναι πολύ ευαίσθητη στο φως, στον αέρα και στη θερμότητα.

• der kälteempfindlichen Pflanzen [Gen.]  °  των ευαίσθητων στο κρύο φυτών


Weitere Wörter: