-FACHEN [verdreifachen etc.]


=  -πλασιάζω:

• wir vervierfachen [bei Schneefall] den Sicherheitsabstand zum Vordermann [Rat­schlag für Autolenker]  °  τετραπλασιάζουμε την απόσταση ασφαλείας από το προπορευόμενο αυτοκίνητο

• er/sie/es verzweifacht / verdoppelt (verdreifacht / verhundertfacht) sich mit der Zeit  °  διπλασιάζεται (τριπλασιάζεται / εκατονταπλασιάζεται) με τον καιρό

• Das Handelsbilanzdefizit hat sich zwischen 1980 und 1987 mehr als verzweifacht / mehr als verdoppelt.  °  Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μεταξύ 1980 και 1987 υπερδιπλασιάστηκε.


Weitere Wörter:

Nachher: