-FREUNDLICH


1) φιλο-:

• eine sklavisch amerika-freundliche Politik [zB. der griechischen Regierung]  °  μία δουλικά φιλοαμερικανική πολιτική

• die Israel-freundlichste amerikanische Regierung der letzten Jahre  °  η πιο φιλο‑ισραηλινή αμερικανική κυβέρνηση των τελευταίων χρόνων

• die regierungsfreundlichen Zeitungen  °  οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες

• die Förderung umweltfreundlicher Technologien  °  η προώθηση φιλοπεριβαλλοντικών τεχνολογιών


2) φιλικός (-ή, -ό) προς … :

• umweltfreundlich  °  φιλικός (-ή, -ό) προς το περιβάλλον    [BSe s. unter umweltfreundlich (Z 1)]


3) Sonstiges:

• zu einer menschen- und naturfreundlichen Produktionsweise [gelangen]  °  σε έναν τρόπο παραγωγής, που θα σέβεται τους ανθρώπους και το περιβάλλον    [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg]

• Der psc 1210 [Kombinationsgerät Drucker-Scanner-Kopierer von Hewlett-Packard] ist ein kompaktes, robustes und bedienerfreundliches All-in-One Gerät.  °  Ο psc 1210 είναι μια συμπαγής, ισχυρή και εύχρηστη συσκευή όλα-σε-ένα.    [DF+GF von der Hewlett-Packard-Homepage]


Weitere Wörter: