UMWELTFREUNDLICH
1) φιλικός (-ή, -ό) προς το περιβάλλον:
• umweltfreundliche Autos mit geringem Benzinverbrauch ° αυτοκίνητα φιλικά προς το περιβάλλον με μικρή κατανάλωση βενζίνης
• möglichst umweltfreundlich [zB.: die Motoren dieser Autos] ° όσο το δυνατό περισσότερο φιλικός (-ή, -ό) προς το περιβάλλον
• die ~Entscheidung für die umweltfreundlichste ~Alternative ° η υιοθέτηση της φιλικότερης προς το περιβάλλον επιλογής
2) περιβαλλοντικά φιλικός (-ή, -ό) [bzw.] φιλοπεριβαλλοντικός, -ή, -ό:
• das Recycling (die Wiederverwertung) als umweltfreundliche Lösung ° η ανακύκλωση ως περιβαλλοντικά φιλική λύση
• die Förderung umweltfreundlicher Technologien ° η προώθηση φιλοπεριβαλλοντικών τεχνολογιών
Weitere Wörter:
Vorher
- UMTAUSCHEN... 1) αλλάζω: • die Fahrkarten umtauschen [zB....
- UMVERTEILEN... = αναδιανέμω (St. II: να αναδιανείμω): • Im Zeitraum zwischen 1982 und 1997 hat der Staat [durch Steuerbegünstigungen für Höherverdiener etc....
- UMVERTEILUNG, die... 1) η αναδιανομή:...
- UMWÄLZUNG, die... • die gewaltigen Umwälzungen (Umgestaltungen) [die sich in den Industrieländern in den letzten Jahrzehnten in technologischer, wirtschaftlicher,...
- UMWANDELN... = μετατρέπω: • Die Alchimisten glaubten, dass sie die Metalle in Gold umwandeln (verwandeln) könnten....
- UMWANDLUNG, die... = η μετατροπή:...
- UMWECHSELN... [Geld in eine andere Währung] s. wechseln (Z 2) ...
- UMWEG, der... 1) Konstruktionen mit παράκαμψη bzw. παρακάμπτω:...
- UMWELT, die... = το περιβάλλον (Gen.: του περιβάλλοντος) ...
- UMWELT+ [allgemein]... = περιβαλλοντικός, -ή, -ό [bzw.] περιβαλλοντολογικός, -ή, -ό // του περιβάλλοντος [etc.]:...
Nachher:
- UMWELTGERECHT... • umwelt- oder sozialgerechtes Verhalten ° (η) οικολογικά ή κοινωνικά αρμόζουσα συμπεριφορά [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
- UMWELTSCHÄDLICH... = βλαπτικός (-ή, -ό) για το περιβάλλον:...
- UMWELTSCHONEND... s. unter schonen ...
- UMWELTSCHUTZ, der... = η προστασία του περιβάλλοντος ...
- UMWELTSCHUTZ+... - die Umweltschutzorganisation [zB. Greenpeace] ° η οργάνωση προστασίας του περιβάλλοντος ...
- UMWELTSCHÜTZER, der / UMWELTSCHÜTZERIN, die... [sc.: Personen, die sich für den Schutz der Umwelt einsetzen] 1) der Umweltschützer ° …. (Pl.:...
- UMWELTVERSCHMUTZUNG, die... = η ρύπανση του περιβάλλοντος // η μόλυνση του περιβάλλοντος [Anm.: Zum Verhältnis der Begriffe ρύπανση und μόλυνση siehe Κ....
- UMWELTVERTRÄGLICH... = συμβατός (-ή, -ό) με το περιβάλλον ...
- UMWELTVERTRÄGLICHKEITS+... • die Umweltverträglichkeitsprüfungen ° οι εξετάσεις της συμβατότητας με το περιβάλλον ...