UMWELTVERSCHMUTZUNG, die


=  η ρύπανση του περιβάλλοντος  //  η μόλυνση του περιβάλλοντος

[Anm.: Zum Verhältnis der Begriffe ρύπανση und μόλυνση siehe Κ. Αμπελιώτης κ.ά.: Οικιακή Οικονομία (Β' Γυμνασίου), σ. 81:

Ρύπανση του περιβάλλοντος είναι η παρουσία ρύπων που αλλοιώνουν τη σύσταση ή τη μορφή των χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος. Η ρύπανση του περι­βάλλοντος προκαλεί προβλήματα στην υγεία των ανθρώπων, αλλά και όλων των ζωντανών οργανισμών. Η μόλυνση είναι μια ιδιαίτερη μορφή ρύπανσης, η οποία δηλώνει την παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών (π.χ. μικροβίων ή ιών) στο περιβάλλον.]


Weitere Wörter:

Vorher
  • UMWEG, der... 1) Konstruktionen mit παράκαμψη bzw. παρακάμπτω:...
  • UMWELT, die... = το περιβάλλον (Gen.: του περιβάλλοντος) ...
  • UMWELT+ [allgemein]... = περιβαλλοντικός, -ή, -ό [bzw.] περιβαλλοντολογικός, -ή, -ό // του περιβάλλοντος [etc.]:...
  • UMWELTFREUNDLICH... 1) φιλικός (-ή, -ό) προς το περιβάλλον:...
  • UMWELTGERECHT... • umwelt- oder sozialgerechtes Verhalten ° (η) οικολογικά ή κοινωνικά αρμόζουσα συμπεριφορά [DF+GF aus: Lafontaine/Müller:...
  • UMWELTSCHÄDLICH... = βλαπτικός (-ή, -ό) για το περιβάλλον:...
  • UMWELTSCHONEND... s. unter schonen ...
  • UMWELTSCHUTZ, der... = η προστασία του περιβάλλοντος ...
  • UMWELTSCHUTZ+... - die Umweltschutzorganisation [zB. Greenpeace] ° η οργάνωση προστασίας του περιβάλλοντος ...
  • UMWELTSCHÜTZER, der / UMWELTSCHÜTZERIN, die... [sc.: Personen, die sich für den Schutz der Umwelt einsetzen] 1) der Umweltschützer ° …. (Pl.:...
Nachher:
  • UMWELTVERTRÄGLICH... = συμβατός (-ή, -ό) με το περιβάλλον ...
  • UMWELTVERTRÄGLICHKEITS+... • die Umweltverträglichkeitsprüfungen ° οι εξετάσεις της συμβατότητας με το περιβάλλον ...
  • UMWERFEN... 1) ανατρέπω: • sie [sc. die Druckwelle der Explosion] warf eine Holztür um ° ανέτρεψε μια ξύλινη πόρτα 2) αναποδογυρίζω:...
  • UMWERTUNG, die... • die Umwertung der Werte [englisch:...
  • UMZÄUNEN... vgl. einzäunen ...
  • UMZIEHEN... 1) [iS von: übersiedeln]: a) μετακομίζω: • Nach Jahren übersiedeln sie in ein besseres Haus in derselben Gegend (... ziehen sie ... um)....
  • UMZINGELN... 1) περικυκλώνω: • das Haus ist [zB. von Polizei] umzingelt (umstellt) ° το σπίτι είναι περικυκλωμένο 2) ζώνω:...
  • UMZUG, der... [iS von: Übersiedelung] vgl. Übersiedelung, die ...
  • UNABDINGBAR... = απαραίτητος, -η, -ο ...