FÄHIGKEIT, die


1) η ικανότητα


2) η δεξιότητα:

• die Verbesserung der Fähigkeit des Verstehens von gesprochenem Wort [in einer Fremd­sprache] [zB. durch das Ansehen von Filmen in dieser Sprache]  °  η βελτίωση της δεξιότητας κατανόησης προφορικού λόγου

• die motorischen Fähigkeiten [zB. eines Kindes]  °  οι κινητικές δεξιότητες


3) το προσόν (Gen.: του προσόντος / Pl.: τα προσόντα):

• Von allen ihren Fähigkeiten bewundert er am meisten ihre Kochkunst.  °  Απ’ όλα τα προσόντα της θαυμάζει περισσότερο τη μαγειρική της.


Weitere Wörter:

Vorher
  • FACHMESSE, die... = η κλαδική έκθεση: • die Fachmesse (Branchenmesse) für Bekleidung ° η κλαδική έκθεση ενδυμάτων ...
  • FACHPRESSE, die... = ο εξειδικευμένος τύπος: • Es gab [in dem Zeitschriftenladen] außerdem die Fachpresse [sc. Fachzeitschriften], die man überall antrifft:...
  • FACHSCHULE, die... = η επαγγελματική σχολή [Pons online; Hueber-Gastro] ...
  • FACKEL, die... • "Die Fackel" [Zeitschrift von Karl Kraus] ° "Ο Πυρσός" ...
  • FACKELZUG, der... = η λαμπαδοφορία ...
  • FAD... vgl. langweilig ...
  • FADEN, der... 1) [zum Nähen; Teil eines Gewebes] ° η κλωστή 2) [Teil eines Gewebes]: το νήμα 3) [Wundnaht]: το ράμμα:...
  • FADENSCHEINIG... = σαθρός, -ή, -ό: • Seine Argumente waren so fadenscheinig, dass sie niemanden überzeugten. ° Τα επιχειρήματά του ήταν τόσο σαθρά,...
  • FADO, der... [portugiesischer Liedtyp] = το φάντο (Gen.: του φάντο [keine Deklination!]) ...
  • FÄHIG... 1) ικανός, -ή, -ό: • Ich [weibl.] fürchte aber sehr, dass ich nicht einmal d a z u fähig (imstande) bin....
Nachher:
  • FÄHNCHEN, das... = η σημαιούλα ...
  • FAHNDEN ... 1) καταζητώ (-είς): • Von der Polizei wird nach Jorgos gefahndet (gesucht). ° Από την αστυνομία καταζητείται ο Γιώργος....
  • FAHNDUNG, die... 1) η αναζήτηση [bzw.] οι αναζητήσεις:...
  • FAHNDUNGS+... • die Fahndungsbehörden [sc. Polizei etc....
  • FAHNE, die... = η σημαία ...
  • FAHNENMAST, der // FAHNENSTANGE, die... = το κοντάρι σημαίας ...
  • FAHRBAHN, die... 1) το οδόστρωμα:...
  • FAHRBAHN+... 1) (του) οδοστρώματος:...
  • FAHRBETRIEB, der... [bei öffentlichen Linienverkehrsmitteln] = τα δρομολόγια:...