FUSSBALL+ (Fußball+)


• die Fußballeuropameisterschaft  °  το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου

• der Fußballfan / der Fußballanhänger / der Fußballfreund  °  ο ποδοσφαιρόφιλος

(Pl.: οι ποδοσφαιρόφιλοι / Gen.: των ποδοσφαιρόφιλων)

• der Fußballklub: s. der Fußballverein 

• die Fußballmannschaft  °  η ποδοσφαιρική ομάδα

• die Fußballnationalmannschaft  °  η εθνική (ομάδα) ποδοσφαίρου

• die griechische Fußballnationalmannschaft der Herren  °  η Εθνική Ελλάδος ποδοσφαίρου των ανδρών

• der Fußballplatz  °  το (ποδοσφαιρικό) γήπεδο  //  το γήπεδο ποδοσφαίρου

       [Anm.: Die griech. Ausdrücke bezeichnen auch das Fußballstadion.]

• das Fußballspiel  °  ο ποδοσφαιρικός αγώνας  //  ο αγώνας ποδοσφαίρου

[aber auch]:

• Fußball- und Eishockeyspiele  °  παιχνίδια ποδοσφαίρου και χόκεϊ πάγου

• der Fußballspieler  °  ο ποδοσφαιριστής

• das Fußballstadion  °  το ποδοσφαιρικό γήπεδο  //  το γήπεδο ποδοσφαίρου    [synonym]

       [Anm.: Die griech. Ausdrücke bezeichnen auch den Fußballplatz.]

• die Fußballtrainer  °  ο προπονητής ποδοσφαίρου

• der Fußballverein / der Fußballklub [zB. Arsenal London]  °  ο ποδοσφαιρικός όμιλος

• die Fußballweltmeisterschaft  °  το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου  //  το Παγκόσμιο Κύπελλο (Ποδοσφαίρου)  //  το μουντιάλ


Weitere Wörter:

Vorher
  • FÜRST, der / FÜRSTIN, die... 1) der Fürst ° ο πρίγκιπας ([bzw. auch (lt. ΛΜΠ unzutreffend)]: ο πρίγκηπας):...
  • FÜRSTENTUM, das... = το πριγκιπάτο (bzw. in Staatsnamen: το Πριγκιπάτο):...
  • FÜRSTLICH... = πριγκιπικός, -ή, -ό: • die fürstliche Familie [im konkreten Fall: die Esterhazys] ° η πριγκιπική οικογένεια ...
  • FÜRWORT, das... (Pronomen, das) = η αντωνυμία: • In der deutschen Sprache steht das persönliche Fürwort immer (obligatorisch) mit dem Verb [wörtl.:...
  • FUSION, die... = η συγχώνευση:...
  • FUSS (Fuß), der... 1) [allgemein]: το πόδι: • Er stieg (trat) mir auf den Fuß. ° Μου πάτησε το πόδι....
  • FUSSABDRUCK (Fußabdruck), der...FUSSABDRUCK (Fußabdruck),...
  • FUSSABSTREIFER (Fußabstreifer), der... (Fußmatte, die / Türmatte,...
  • FUSSBAD (Fußbad), das... = το ποδόλουτρο: • ein Fußbad nehmen ° κάνω ποδόλουτρο ...
  • FUSSBALL (Fußball), der... 1) [Ball]: η (ποδοσφαιρική) μπάλα // η μπάλα ποδοσφαίρου:...
Nachher: