FUSSGÄNGER+ (Fußgänger+)


1) der Fußgängerübergang (der Schutzweg / der "Zebrastreifen")  °  η διάβαση (των) πεζών


2) die Fußgängerunterfühung  °  η υπόγεια διάβαση (πεζών)  //  η κάτω διάβαση πεζών   [synonym]


3) die Fußgängerzone  °  ο πεζόδρομος   (Gen.: του πεζόδρομου)

(Pl.: οι πεζόδρομοι / Akk.: τους πεζόδρομους)

• Viele Straßen [in der Athener Plaka] sind Fußgängerzonen, wo keine Autos fahren.  °  Πολλοί δρόμοι είναι πεζόδρομοι, όπου δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα.


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher: