GENESEN


=  αναρρώνω:

• Die meisten [Grippe-]Kranken werden genesen, ohne dass sie Medikamente oder Spi­talspflege (Spitalsbetreuung) benötigen.  °  Οι περισσότεροι ασθενείς θα αναρρώσουν χωρίς να χρειαστούν φάρμακα ή νοσοκομειακή περίθαλψη.

• Maria war fast völlig [von ihrer Krankheit] genesen.  °  Η Μαρία είχε αναρρώσει σχεδόν τελείως.


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • GENESIS (die) ... [= das erste Buch des Alten Testaments] = (η) Γένεσις (Gen.: της Γενέσεως) ...
  • GENESUNG, die... 1) η ανάρρωση: • Jannis, der zur Genesung an der Schwarzmeerküste war ° ο Γιάννης, που βρισκόταν σε ανάρρωση στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας [Anm.:...
  • GENESUNGS+... • der Genesungsurlaub ° η αναρρωτική άδεια • die Genesungswünsche ° οι ευχές για ανάρρωση ...
  • GENETISCH... = γενετικός, -ή,...
  • GENETIV, der... [lt. Duden veraltet für: Genitiv, der] s. Genitiv, der ...
  • GENF... = η Γενεύη • der Genfer See ° η λίμνη της Γενεύης ...
  • GENFREI... vgl. gentechnikfrei ...
  • GENIAL... 1) μεγαλοφυής, -ής, -ές *: • geniale Menschen ° μεγαλοφυείς άνθρωποι 2) ιδιοφυής, -ής, -ές *: • Adam Smith,...
  • GENICK, das... 1) ο σβέρκος: • Ich habe ein steifes Genick. ° Πιάστηκε ο σβέρκος μου. • Anna, die sich [bei dem Autounfall] das [wörtl.: ihr] Genick brach ° η Άννα,...