GENESIS (die)

[= das erste Buch des Alten Testaments]  


=  (η) Γένεσις  (Gen.: της Γενέσεως)


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • GENESUNG, die... 1) η ανάρρωση: • Jannis, der zur Genesung an der Schwarzmeerküste war ° ο Γιάννης, που βρισκόταν σε ανάρρωση στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας [Anm.:...
  • GENESUNGS+... • der Genesungsurlaub ° η αναρρωτική άδεια • die Genesungswünsche ° οι ευχές για ανάρρωση ...
  • GENETISCH... = γενετικός, -ή,...
  • GENETIV, der... [lt. Duden veraltet für: Genitiv, der] s. Genitiv, der ...
  • GENF... = η Γενεύη • der Genfer See ° η λίμνη της Γενεύης ...
  • GENFREI... vgl. gentechnikfrei ...
  • GENIAL... 1) μεγαλοφυής, -ής, -ές *: • geniale Menschen ° μεγαλοφυείς άνθρωποι 2) ιδιοφυής, -ής, -ές *: • Adam Smith,...
  • GENICK, das... 1) ο σβέρκος: • Ich habe ein steifes Genick. ° Πιάστηκε ο σβέρκος μου. • Anna, die sich [bei dem Autounfall] das [wörtl.: ihr] Genick brach ° η Άννα,...
  • GENIE, das... = η μεγαλοφυΐα // η ιδιοφυΐα ...