GENESUNG, die


1) η ανάρρωση:

• Jannis, der zur Genesung an der Schwarzmeerküste war  °  ο Γιάννης, που βρισκόταν σε ανάρρωση στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας  [Anm.: σε ανάρρωση]

• Ich wünsche deiner [kranken] Mutter gute Genesung (gute Besserung).  °  Εύχομαι στη μητέρα σου καλή ανάρρωση.

• Er/Sie wünschte ihm baldige (rasche) Genesung (baldige / rasche Besserung).  °  Του ευχήθηκε ταχεία ανάρρωση.


2) baldige Genesung / baldige Besserung  °  [auch]: περαστικά (σου / σας):

• Baldige Genesung. / Baldige (Gute) Besserung,Frau […].  °  Περαστικά, κυρία [...].  [Anm.: kein "σας" nach "περαστικά"]

• Baldige Genesung. / Baldige (Gute) Besserung, Nikos. [nachdem du dir bei einem Sturz den Knöchel ver­staucht hast]  °  Περαστικά σου, Νίκο.

• Ich wünsche dir baldige Genesung /  baldige (gute) Besserung. [Wunsch für einen Kranken]  °  Σου εύχομαι περαστικά.


Weitere Wörter:

Vorher
Nachher:
  • GENESUNGS+... • der Genesungsurlaub ° η αναρρωτική άδεια • die Genesungswünsche ° οι ευχές για ανάρρωση ...
  • GENETISCH... = γενετικός, -ή,...
  • GENETIV, der... [lt. Duden veraltet für: Genitiv, der] s. Genitiv, der ...
  • GENF... = η Γενεύη • der Genfer See ° η λίμνη της Γενεύης ...
  • GENFREI... vgl. gentechnikfrei ...
  • GENIAL... 1) μεγαλοφυής, -ής, -ές *: • geniale Menschen ° μεγαλοφυείς άνθρωποι 2) ιδιοφυής, -ής, -ές *: • Adam Smith,...
  • GENICK, das... 1) ο σβέρκος: • Ich habe ein steifes Genick. ° Πιάστηκε ο σβέρκος μου. • Anna, die sich [bei dem Autounfall] das [wörtl.: ihr] Genick brach ° η Άννα,...
  • GENIE, das... = η μεγαλοφυΐα // η ιδιοφυΐα ...
  • GENIESSBAR (genießbar)... • genießbar / essbar [= noch nicht verdorben] ° φαγώσιμος, -η, -ο ...