GENIESSBAR (genießbar)


• genießbar / essbar [= noch nicht verdorben]  °  φαγώσιμος, -η, -ο


Weitere Wörter:

Vorher
  • GENESIS (die) ... [= das erste Buch des Alten Testaments] = (η) Γένεσις (Gen.: της Γενέσεως) ...
  • GENESUNG, die... 1) η ανάρρωση: • Jannis, der zur Genesung an der Schwarzmeerküste war ° ο Γιάννης, που βρισκόταν σε ανάρρωση στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας [Anm.:...
  • GENESUNGS+... • der Genesungsurlaub ° η αναρρωτική άδεια • die Genesungswünsche ° οι ευχές για ανάρρωση ...
  • GENETISCH... = γενετικός, -ή,...
  • GENETIV, der... [lt. Duden veraltet für: Genitiv, der] s. Genitiv, der ...
  • GENF... = η Γενεύη • der Genfer See ° η λίμνη της Γενεύης ...
  • GENFREI... vgl. gentechnikfrei ...
  • GENIAL... 1) μεγαλοφυής, -ής, -ές *: • geniale Menschen ° μεγαλοφυείς άνθρωποι 2) ιδιοφυής, -ής, -ές *: • Adam Smith,...
  • GENICK, das... 1) ο σβέρκος: • Ich habe ein steifes Genick. ° Πιάστηκε ο σβέρκος μου. • Anna, die sich [bei dem Autounfall] das [wörtl.: ihr] Genick brach ° η Άννα,...
  • GENIE, das... = η μεγαλοφυΐα // η ιδιοφυΐα ...
Nachher:
  • GENIESSEN (genießen)... 1) [iS von: sich an etwas (intensiv) erfreuen]: a) απολαμβάνω (Stamm II: να απολαύσω): • wir genießen die Sonne,...
  • GENITAL... • die genitale Phase [lt....
  • GENITIV, der... [2. Fall in der Grammatik] = η γενική: • der Genitiv Plural [zB.:...
  • GENMANIPULATION, die... = η γενετική μεταλλαγή [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg] ...
  • GENOSSE, der / GENOSSIN, die... 1) der Genosse ° ο σύντροφος:...
  • GENOZID, der... = η γενοκτονία: • der Genozid an den Juden ° η γενοκτονία των Εβραίων ...
  • GENT... [Stadt in Belgien] = η Γάνδη (Gen.: της Γάνδης) ...
  • GENTECHNIK, die... = η γενετική μηχανική [DF+GF aus einem EuGH-Urteil] ...
  • GENTECHNIKER, der / GENTECHNIKERIN, die... 1) der Gentechniker ° ο βιοτεχνολόγος [DF+GF aus: Ditfurth: Lwg] 2) die Gentechnikerin ° …. ...