GENETISCH


=  γενετικός, -ή, -ό

• genetische Schäden  °  γενετικές βλάβες

• genetische Ursachen [der geistigen Behinderung]  °  γενετικά αίτια

• die biologischen und genetischen Faktoren [Akk.]  °  τους βιολογικούς και γενετικούς παράγοντες

• genetisch veränderte [iS von: gen(etisch)manipulierte] Pflanzen und Tiere  °  γενετικά μεταβεβλημένα φυτά και ζώα


Weitere Wörter:

Vorher
  • GENERALSTAB, der... • der Generalstab (des Heeres) ° το Γενικό Επιτελείο Στρατού ...
  • GENERALSTREIK, der... = η γενική απεργία ...
  • GENERALVERSAMMLUNG, die... = η γενική συνέλευση:...
  • GENERATION, die... = η γενιά [bzw.] η γενεά:...
  • GENERATIONENVERTRAG, der [bzw.] GENERATIONSVERTRAG, der... • der Generationenvertrag (der Generationsvertrag),...
  • GENERATOR, der... = η γεννήτρια: • die zwei Krankenhäuser auf Kefalinia,...
  • GENESEN... = αναρρώνω: • Die meisten [Grippe-]Kranken werden genesen, ohne dass sie Medikamente oder Spi­talspflege (Spitalsbetreuung) benötigen....
  • GENESIS (die) ... [= das erste Buch des Alten Testaments] = (η) Γένεσις (Gen.: της Γενέσεως) ...
  • GENESUNG, die... 1) η ανάρρωση: • Jannis, der zur Genesung an der Schwarzmeerküste war ° ο Γιάννης, που βρισκόταν σε ανάρρωση στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας [Anm.:...
  • GENESUNGS+... • der Genesungsurlaub ° η αναρρωτική άδεια • die Genesungswünsche ° οι ευχές για ανάρρωση ...
Nachher:
  • GENETIV, der... [lt. Duden veraltet für: Genitiv, der] s. Genitiv, der ...
  • GENF... = η Γενεύη • der Genfer See ° η λίμνη της Γενεύης ...
  • GENFREI... vgl. gentechnikfrei ...
  • GENIAL... 1) μεγαλοφυής, -ής, -ές *: • geniale Menschen ° μεγαλοφυείς άνθρωποι 2) ιδιοφυής, -ής, -ές *: • Adam Smith,...
  • GENICK, das... 1) ο σβέρκος: • Ich habe ein steifes Genick. ° Πιάστηκε ο σβέρκος μου. • Anna, die sich [bei dem Autounfall] das [wörtl.: ihr] Genick brach ° η Άννα,...
  • GENIE, das... = η μεγαλοφυΐα // η ιδιοφυΐα ...
  • GENIESSBAR (genießbar)... • genießbar / essbar [= noch nicht verdorben] ° φαγώσιμος, -η, -ο ...
  • GENIESSEN (genießen)... 1) [iS von: sich an etwas (intensiv) erfreuen]: a) απολαμβάνω (Stamm II: να απολαύσω): • wir genießen die Sonne,...
  • GENITAL... • die genitale Phase [lt....