HAHN, der


1) [Tier]: ο κόκορας


2) [als Vorrichtung zum Öffnen und Schließen von Leitungen]:

a) η βρύση:

• den (Wasser-)Hahn aufdrehen / zudrehen  °  ανοίγω / κλείνω τη βρύση

• die (Wasser-)Hähne im Bad(ezimmer)  °  οι βρύσες στο μπάνιο

• [...], wobei man den Kontakt bloßer Hände mit Türklinken, Wasserhähnen usw. mög­lichst vermeiden sollte, besonders in öffentlichen Toi­letten. [Hygiene­empfehlung]  °  [...], αποφεύγοντας κατά το δυνατόν την επαφή γυμνών χεριών με πόμολα, βρύσες κ.λ.π. ιδιαίτερα σε κοινόχρηστες τουαλέτες.        

b) Sonstiges:

• Sie drehte den Hahn [des Waschbeckens] auf und hielt ihren Finger unter das Wasser.  °  Άνοιξε την κάνουλα κι έβαλε το δάχτυλό της κάτω απ’ το νερό.

• der Gashahn  °  η στρόφιγγα του γκαζιού


Weitere Wörter:

Vorher
  • HÄFERL, das... [lt....
  • HAFT, die... [als Strafe für die Begehung eines Delikts] 1) η κάθειρξη – η φυλάκιση: [Anm.: κάθειρξη:...
  • HAFTBEFEHL, der... = το ένταλμα σύλληψης: • sie [die Behörde] stellte Haftbefehle aus ° εξέδωσε εντάλματα σύλληψης ...
  • HAFTEN... 1) [iS von: die Haftung tragen, für Schäden etc. einstehen müssen]: ευθύνομαι:...
  • HAFTENTLASSUNG, die... = η αποφυλάκιση:...
  • HÄFTLING, der... = a) [männlicher Häftling]: ο κρατούμενος: (Pl.: οι κρατούμενοι / Gen.: των κρατου­μένων / Akk.: τους κρατούμενους [bzw.] τους κρατουμένους) [Anm....
  • HAFTRAUM, der // HAFTLOKAL, das... [einer Polizeiwachstube / entspricht der Gefängnis­zelle] = το κρατητήριο ...
  • HAFTSTRAFE, die... 1) η ποινή κάθειρξης – η ποινή φυλάκισης: [Anm.: zur Unterscheidung zwischen den Haftformen κάθειρξη (länger) und φυλάκιση (kürzer): s....
  • HAFTUNG, die... = η ευθύνη: • die Gesellschaft mit beschränkter Haftung ° η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ...
  • HAGER... • Der Konsul, [er war] ein hagerer Herr von unbestimmtem Alter, […] ° Ο πρόξενος, ένας ξερακιανός κύριος ακαθόριστης ηλικίας, [...] [DF+GF aus: Schnitzler:...
Nachher: