HÄFTLING, der


=  a) [männlicher Häftling]: ο κρατούμενος:

(Pl.: οι κρατούμενοι / Gen.: των κρατου­μένων / Akk.: τους κρατούμενους [bzw.] τους κρατουμένους)

    [Anm.: vgl. auch: der Gefangene = ο φυλακισμένος]

• die politischen Häftlinge (die politischen Gefangenen)  °  οι πολιτικοί κρατούμενοι   (Akk.: τους πολιτικούς κρατουμένους)

b) [weiblicher Häftling]: η κρατούμενη  (Pl.: οι κρατούμενες / Akk.: τις κρατούμενες)


Weitere Wörter:

Vorher
  • HACKEN... 1) [deutsches Wort]: a) [Holz]: κόβω: • Holz hacken ° κόβω ξύλα b) das Holzhacken: • das Holzhacken ° το κόψιμο των ξύλων [vgl. aber auch:...
  • HACKFLEISCH, das... vgl. Faschiertes ...
  • HACKSTOCK, der... [zum Holzhacken] = η βάση για το κόψιμο των ξύλων ...
  • HADERN... = τα βάζω: • Ihr Leben lang aber haderte [die vier Mal verheiratete] Cilly mit ihrem ersten [früh ver­storbenen] Mann,...
  • HAFER, der... [Getreidesorte] = η βρόμη ...
  • HÄFERL, das... [lt....
  • HAFT, die... [als Strafe für die Begehung eines Delikts] 1) η κάθειρξη – η φυλάκιση: [Anm.: κάθειρξη:...
  • HAFTBEFEHL, der... = το ένταλμα σύλληψης: • sie [die Behörde] stellte Haftbefehle aus ° εξέδωσε εντάλματα σύλληψης ...
  • HAFTEN... 1) [iS von: die Haftung tragen, für Schäden etc. einstehen müssen]: ευθύνομαι:...
  • HAFTENTLASSUNG, die... = η αποφυλάκιση:...
Nachher:
  • HAFTRAUM, der // HAFTLOKAL, das... [einer Polizeiwachstube / entspricht der Gefängnis­zelle] = το κρατητήριο ...
  • HAFTSTRAFE, die... 1) η ποινή κάθειρξης – η ποινή φυλάκισης: [Anm.: zur Unterscheidung zwischen den Haftformen κάθειρξη (länger) und φυλάκιση (kürzer): s....
  • HAFTUNG, die... = η ευθύνη: • die Gesellschaft mit beschränkter Haftung ° η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ...
  • HAGER... • Der Konsul, [er war] ein hagerer Herr von unbestimmtem Alter, […] ° Ο πρόξενος, ένας ξερακιανός κύριος ακαθόριστης ηλικίας, [...] [DF+GF aus: Schnitzler:...
  • HAHN, der... 1) [Tier]: ο κόκορας 2) [als Vorrichtung zum Öffnen und Schließen von Leitungen]: a) η βρύση:...
  • HAI, der... (= der Haifisch) = ο καρχαρίας ...
  • HAIFA... [Stadt in Israel] = η Χάιφα (Gen.: της Χάιφας) ...
  • HAITI... = η Αϊτή ...
  • HAITIANER, der / HAITIANERIN, die... 1) der Haitianer ° ο Αϊτινός 2) die Haitianerin ° η Αϊτινή ...