ABFINDEN


• die amerikanischen Diplomaten werden sich damit abzufinden haben, dass [...]  °  οι Αμερικανοί διπλωμάτες θα αναγκαστούν να το πάρουν απόφαση ότι [...]

• Bald begann sie sich mit der neuen Situation abzufinden (in die neue Situation drein­zu­finden).  °  Σύντομα άρχισε να συμβιβάζεται με τη νέα κατάσταση.

Weitere Wörter: