ABFEUERN


=  ρίχνω:

• Jeder Mann feuerte (gab) eine Kugel ab und gab den Revolver dem nächsten.  °  Κάθε άντρας έρριχνε μια σφαίρα κ’ έδινε το περίστροφο στον επόμενο.

• Nikos feuert einen Schuss ab.  °  Ο Νίκος ρίχνει ένα[ν] πυροβολισμό. 

• sie [sc. die flüchtenden Bankräuber] feuerten (gaben) 12 Schüsse auf einen Strei­fen­wagen der Polizei ab, der sie ver­folgte  °  έριξαν 12 πυροβολισμούς κατά περιπολικού της Αστυνομίας που τους καταδίωξε

• Die zwei Schüsse wurden aus nächster Nähe [zum Opfer] abgefeuert (abgegeben).  °  Οι δύο πυροβολισμοί ρίχτηκαν από πολύ κοντά.

• Er feuerte (Er gab) zur Warnung drei Pistolenschüsse in die Luft ab.  °  Έριξε προειδοποιητικά τρεις πιστολιές στον αέρα.

Weitere Wörter: