KONJUNKTUR, die
1) η οικονομική συγκυρία:
• So [sc. infolge der geringen Inlandsnachfrage] wird die magere Konjunktur nur von den Exporten getragen. ° Έτσι, η ισχνή οικονομική συγκυρία στηρίζεται μονάχα στις εξαγωγές. *
• eine flaue Inlandskonjunktur ° μια άτονη οικονομική συγκυρία στο εσωτερικό *
• schwache Konjunktur ° αδυναμία της οικονομικής συγκυρίας [GF+DF aus: Pons online]
2) η οικονομική δραστηριότητα:
• Das [sc. der eben erwähnte Umstand] schadet auch der weltweiten Konjunktur. ° Αυτό με τη σειρά του επιδρά αρνητικά στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα. *
• gedämpfte Konjunktur ° εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας [GF+DF aus: Pons online]
• rückläufige Konjunktur ° επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας [GF+DF aus: Pons online]
• Wenn die Binnenkonjunktur [Deutschlands] einen guten und stetigen Verlauf nimmt […], gibt es auch in Zukunft genug Arbeitsplätze für die zunehmende Zahl der Erwerbswilligen. ° Όταν η οικονομική δραστηριότητα στο εσωτερικό ακολουθεί καλή και σταθερή εξέλιξη [...], θα υπάρξει και στο μέλλον επάρκεια θέσεων εργασίας για τον αυξανόμενο αριθμό εργαζομένων. *
3) ο οικονομικός κύκλος:
• 1992 brach die Konjunktur ein und konnte sich seither nicht mehr dauerhaft erholen. ° Το 1992 ο οικονομικός κύκλος ακολούθησε καθοδική πορεία και από τότε δεν μπόρεσε να ανακάμψει. *
4) Sonstiges:
• Europa braucht ein höheres Wirtschaftswachstum, eine stabile Konjunktur und mehr Beschäftigung. ° Η Ευρώπη χρειάζεται υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, συγκυριακή σταθερότητα και περισσότερη απασχόληση. *
• weil die Konjunktur lahmt ° επειδή η οικονομική μεγέθυνση χωλαίνει *
*[DF+GF jeweils aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]
Weitere Wörter:
- KONGOLESE, der / KONGOLESIN, die... 1) der Kongolese ° ο Κονγκολέζος 2) die Kongolesin ° η Κονγκολέζα ...
- KONGOLESISCH... 1) [personenbezogen]: κονγκολέζος / κονγκολέζα 2) [sachbezogen]: κονγκολέζικος, -η, -ο ...
- KONGRESS, der... 1) [iS von: Tagung, Versammlung]: το συνέδριο: • der Kongress [zB....
- KONGRESS+... • der Kongressteilnehmer ° ο σύνεδρος (Pl.: οι σύνεδροι / Gen.: των συνέδρων / Akk.:...
- KÖNIG, der... 1) ο βασιλιάς: • König Paul [König von Griechenland in den 40er Jahren] ° ο βασιλιάς Παύλος 2) [Spielkarte]: ο ρήγας:...
- KÖNIGIN, die... = η βασίλισσα (Gen.: της βασίλισσας):...
- KÖNIGREICH, das... 1) το βασίλειο: • das Vereinigte Königreich (the United Kingdom) [vollständiger Name:...
- KÖNIGSHAUS, das... = ο βασιλικός οίκος: • das bayerische Königshaus ° ο βαυαρικός βασιλικός οίκος ...
- KONJUGATION, die... = η κλίση: • die Konjugation der [zB. deutschen] unregelmäßigen Verben ° η κλίση των ανωμάλων ρημάτων [Anm.:...
- KONJUNKTIV, der... [im Gegensatz zu Indikativ und Imperativ] = η υποτακτική ...
- KONJUNKTUR+... 1) die Konjunkturflaute: • Sie [sc. diese Geldpolitik] trug maßgeblich zur Überwindung der Konjunkturflaute bei. ° [...],...
- KONJUNKTURELL... = συγκυριακός, -ή, -ό: • Wirtschaftswachstum ist nicht nur Voraussetzung zum Abbau der konjunkturellen und strukturellen Arbeitslosigkeit....
- KONKURRENT, der / KONKURRENTIN, die... 1) ο ανταγωνιστής / η ανταγωνίστρια: • die ausländischen Konkurrenten [zB....
- KONKURRENZ, die... 1) ο ανταγωνισμός: • Konkurrenz (Wettbewerb) belebt das Geschäft (die Geschäfte). ° Ο ανταγωνισμός ζωντανεύει τις δουλειές....
- KONKURRENZ+... • die Konkurrenzfähigkeit / die Wettbewerbsfähigkeit ° η ανταγωνιστικότητα [BSe s....
- KONKURRENZFÄHIG... s. wettbewerbsfähig ...
- KONKURRENZLOS... = ασυναγώνιστος, -η, -ο:...
- KONKURRIEREN... 1) ανταγωνίζομαι: • wir [die Menschen] konkurrieren um knappe Ressourcen,...
- KONKURS, der... 1) η πτώχευση: • jeden Tag (sind) die Zeitungen voll mit Konkursen [sc.:...