ANBLICKEN


• Sie [die beiden Frauen] blickten einander kurz an (warfen einander einen kurzen Blick zu) und schauten dann weg.  °  Έριχναν η μία στην άλλη μια σύντομη ματιά και ύστερα έστρεφαν αλλού το βλέμμα.


Weitere Wörter: