ANBRINGEN
1) αναρτώ (-άς):
• Die grünen Schilder [mit den Entfernungsangaben] waren auf Brücken oder auf Metallkonstruktionen [über] der Autobahn angebracht. ° Οι πράσινες ταμπέλες ήταν αναρτημένες σε γέφυρες ή σε μεταλλικές κατασκευές του αυτοκινητόδρομου.
• Jeder Betrieb, der einen Anspruch darauf hat [= der berechtigt ist, es zu verwenden (sc. das Euro-Logo / τον ευρω-λογότυπο)], wird es (= muss es) am Eingang des Betriebes und an (deutlich) sichtbarer Stelle in der Nähe der Kasse oder der Kassen anbringen (angebracht haben). ° Κάθε επιχείρηση που τον δικαιούται θα τον έχει αναρτημένο στην είσοδο της επιχείρησης και σε εμφανή θέση κοντά στο ταμείο ή στα ταμεία.
2) τοποθετώ (-είς):
• Reisende, die die österreichischen Autobahnen benützen, müssen an sichtbarer Stelle ihres Fahrzeuges eine Mautvignette anbringen. ° Οι ταξιδιώτες που χρησιμοποιούν τους αυστριακούς αυτοκινητοδρόμους πρέπει να τοποθετούν σε εμφανές σημείο του οχήματός τους ένα σήμα καταβολής διοδίων.
• auf der Telefonwertkarte wird ein anderer (Mikro-)Chip [anstelle des authentischen] angebracht [um Missbrauch mit der Telefonwertkarte betreiben zu können] ° στην τηλεκάρτα τοποθετείται άλλο τσιπ
3) βάζω:
• Sie nahmen (montierten) die alten (Nummern-)Schilder [vom Auto] ab und brachten neue an (montierten neue). ° Βγάλαν τις παλιές πινακίδες κι έβαλαν καινούργιες.
Weitere Wörter:
- ANBETRACHT......
- ANBETTELN......
- ANBIEDERN (sich)......
- ANBIEDERUNGSVERSUCH, der......
- ANBIETEN......
- ANBINDEN......
- ANBLICK, der......
- ANBLICKEN......
- ANBLINKEN......
- ANBRECHEN......
- ANBRÖSELN......
- ANBRUCH, der......
- ANBRÜLLEN......
- ANDALUSIEN......
- ANDALUSIER, der / ANDALUSIERIN, die......
- ANDAUERN......
- ANDEN, die......
- ANDENKEN, das......
- ANDENKEN+......