ANKÜNDIGUNG, die


=  η ανακοίνωση:

• die Ankündigung Schüssels, dass sie [sc. die ÖVP] – wenn sie [nur] dritte (= dritt­stärks­te) Partei wird – in Opposition gehen und sich nicht an der Regierung beteiligen wird  °  η ανακοίνωση του Σίσελ ότι αν έρθει τρίτο κόμμα θα περάσει στην αντιπολίτευση και δεν θα συμμετάσχει σε κυβέρνηση


Weitere Wörter: