ANLAGE, die


1) [iS von: Komplex von Gebäuden, Geräten etc.]:

       a) το συγκρότημα:

• die Hotelanlage  °  το ξενοδοχειακό συγκρότημα  [Anm.: auch: η ξενοδοχειακή μονάδα]

• die Stereoanlage  °  το στερεοφωνικό συγκρότημα    [Anm.: auch: το στερεοφωνικό]

       b) η μονάδα:

• die Hotelanlage  °  η ξενοδοχειακή μονάδα  [Anm.: auch: το ξενοδοχειακό συγκρότημα]

• die Entsalzungsanlage [für Meerwasser]  °  η μονάδα αφαλάτωσης    [Anm.: synonym auch: το εργοστάσιο αφαλάτωσης]

       c) Sonstiges:

• die Entsalzungsanlage [für Meerwasser]  °  το εργοστάσιο αφαλάτωσης   [Anm.: synonym auch: η μονάδα αφαλάτωσης]


2) [iS von: Talent, Befähigung]: η προδιάθεση:

• meine Anlagen und meine Fähigkeiten und meine Bedürfnisse  °  οι προδιαθέσεις μου και οι ικανότητές μου και οι ανάγκες μου


3) [iS von: Beilage, Anhang]:

       a) το συνημμένο ([bzw.] τα συνημμένα):

• die Anlage (der Anhang) zu einer E-Mail  °  το συνημμένο ηλεκτρονικού ταχυδρομείου    (Pl.: τα συνημμένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου)

• Es ist [aus Sicherheitsgründen] besser, keine Anlage (keinen Anhang) [zu einer E‑Mail] zu öffnen, es sei denn, es handle sich um etwas, dessen Empfang sie erwartet hatten.  °  Είναι καλύτερα να μην ανοίγετε κανένα συνημμένο εκτός εάν πρόκειται για κάτι που περιμένατε να λάβετε.

• Anlage A / Beilage A [zu einem Brief] [zB. eine Vollmacht; ein beigelegtes ärztliches Attest]  °  συνημμένο(ν) Α

• die Anlage / die Beilage(n) [bei einem Brief]  °  τα συνημμένα   [Anm.: synonym: τα εσώκλειστα]

       b) τα εσώκλειστα:

• die Anlage / die Beilage(n) [bei einem Brief]  °  τα εσώκλειστα  [Anm.: synonym: τα συνημμένα]

       c) in der Anlage [= beiligend / im Anhang]:

aa) εσωκλείστως:

• In der Anlage (Beiliegend) (über)senden wir Ihnen die Preislisten, die Sie angefordert haben.  °  Εσωκλείστως σας στέλνουμε τους τιμοκαταλόγους που ζητήσατε.

bb) Sonstiges:

• als (in der) Anlage (Beilage) schicken / als (im) Anhang schicken / anfügen / beifügen / an­schließen: s. anfügen 


Weitere Wörter: