γενικώς
Weitere Wörter:
Vorher
- ΓΕΙΤΟΝΟΠΟΥΛΑ, η...γειτονοπούλα, η • μια γειτονοπούλα ° ein Mädchen aus der Nachbarschaft [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου:...
- ΓΕΛΑΚΙ, το...γελάκι, το • Μίλαγε γρήγορα – έλεγε ο ταξιτζής – με πολλές χειρονομίες και πολλά γελάκια ενδιάμεσα. ° Sie sprach sehr schnell,...
- ΓΕΛΑΣΤΟΣ, -ή, -ό...γελαστός, -ή, -ό • ψηλός σαν δέντρο,...
- ΓΕΛΙΟ, το...γέλιο, το βάζω τα γέλια: • στην αρχή, της ήρθε να βάλει τις φωνές,...
- ΓΕΛΩ...γελώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) lachen b) [wie ξεγελώ:] täuschen [etc.]:...
- ΓΕΜΑΤΟΣ, -η, -ο...γεμάτος, -η, -ο • το σπίτι ήταν διώροφο,...
- ΓΕΜΙΖΩ...γεμίζω 1.1. Grundbedeutungen: - [transitiv]: füllen - [reflexiv]: sich füllen - erfüllen [mit] [iS von: intensive Gefühle hervorrufen] 1.2....
- ΓΕΝΕΑ, η...γενεά, η s. γενιά, η ...
- ΓΕΝΙΑ, η...γενιά, η (bzw. [in gehobener Sprache]: γενεά, η) 1. Grundbedeutung: die Generation 2. χαμένη γενιά:...
- ΓΕΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...γενικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: allgemein 2. σε γενικές γραμμές: • Σε γενικές γραμμές, οι εργάτες συμπεριφέρονταν με πειθαρχία. ° Alles in allem [iS von:...
Nachher:
- ΓΕΝΟΙΤΟ...γένοιτο ο μη γένοιτο: • Αυτό, για να γλιτώσει ελόγου του αν – ο μη γένοιτο – κανένα γερμανικό αεροπλάνο έριχνε στον καταυλισμό του λόχου καμιά μπόμπα. Damit [sc....
- ΓΕΝΟΣ, το...γένος, το 1. Grundbedeutungen: a) das [Menschen-]Geschlecht b) die Gattung [in der Biologie] c) das Geschlecht [in der Grammatik]:...
- ΓΕΡΝΩ (Ι) (= γέρνω)...γέρνω [Anm.: γέρνω ist zu unterscheiden von γερνώ und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γείρω - Aorist: έγειρα - παρακείμενος: έχω γείρει 2....
- ΓΕΡΝΩ (ΙΙ) (= γερνώ)...γερνώ (-άς) [Anm.: γερνώ ist zu unterscheiden von γέρνω und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γεράσω - Aorist: γέρασα - παρακείμενος: έχω γεράσει 2....
- ΓΕΡΟΔΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...γεροδεμένος, -η, -ο • Μα οι χωροφυλάκοι [= οι χωροφύλακες], που είναι γεροδεμένα παλικάρια με καινούργια στολή, τόνε βαστάνε γερά. Die Gendarmen,...
- ΓΕΥΟΜΑΙ...γεύομαι • Μας ιστόρησε, για πρώτη φορά, τα όσα τράβηξε μικρός από τον πατέρα του. Πώς ορφάνεψε και γεύτηκε την έχθρητα της μητριάς [......
- ΓΕΩΠΟΝΙΑ, η...γεωπονία, η • σπούδασε Γεωπονία ° er studierte [in Berlin] Agrarwissenschaften [GF+DF aus: Kalimerhaba] ...
- ΓΗ, η...γη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Erde / die Welt [sc. der Planet Erde] b) die Erde / der Boden 2. κατά γης [bzw.] καταγής:...
- ΓΙΑ...για Übersicht: 1. allgemein zur Verwendung 2. για πού 3. για πότε 4. για τι άλλο 5. Beispiele für die falsche Verwendung von για 6. για να: s....