γεροδεμένος, -η, -ο
• Μα οι χωροφυλάκοι [= οι χωροφύλακες], που είναι γεροδεμένα παλικάρια με καινούργια στολή, τόνε βαστάνε γερά. |
Die Gendarmen, zwei kräftige Burschen in nagelneuen Uniformen, halten ihn [= den Gefangenen] jedoch sicher. [sodass er nicht hinfallen kann] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Διαλέξανε τους πιο γεροδεμένους απ’ το τάγμα μας και τους στείλανε να δουλέψουνε στα τουνέλια. |
Sie wählten die kräftigsten von uns [sc. von unserem Arbeitsbataillon] für den Tunnelbau aus. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• γεροδεμένος άντρας |
ein Mann von kräftiger Statur [Pons online] |
• Γεροδεμένος, με άνεση κρατούσε στα χέρια τις δυο βαλίτσες του. |
~Von kräftiger Statur, hielt er ~mühelos seine beiden Koffer in den Händen. [Eigenübersetzung] |
• οι γεροδεμένοι αυτοί πρόσφυγες |
diese kraftstrotzenden Flüchtlinge [gemeint sind Wölfe, die – durch Gewehrschüsse aufgescheucht – in andere Gegenden ziehen] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Προσέξτε τι γεροδεμένος που είμαι. |
Sehen Sie nur, was für ein strammer Kerl ich [auf diesem Foto aus meiner Jugendzeit] bin. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] |
• Αυτός εδώ ήταν γύρω στα σαράντα, γαλανομάτης, ροδοπρόσωπος, γεροδεμένος, [...] |
Dieser […] hier war um die Vierzig, blauäugig, mit rosigem Gesicht, ein stattlicher Mann. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
Weitere Wörter:
- ΓΕΜΑΤΟΣ, -η, -ο...γεμάτος, -η, -ο • το σπίτι ήταν διώροφο,...
- ΓΕΜΙΖΩ...γεμίζω 1.1. Grundbedeutungen: - [transitiv]: füllen - [reflexiv]: sich füllen - erfüllen [mit] [iS von: intensive Gefühle hervorrufen] 1.2....
- ΓΕΝΕΑ, η...γενεά, η s. γενιά, η ...
- ΓΕΝΙΑ, η...γενιά, η (bzw. [in gehobener Sprache]: γενεά, η) 1. Grundbedeutung: die Generation 2. χαμένη γενιά:...
- ΓΕΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...γενικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: allgemein 2. σε γενικές γραμμές: • Σε γενικές γραμμές, οι εργάτες συμπεριφέρονταν με πειθαρχία. ° Alles in allem [iS von:...
- ΓΕΝΙΚΩΣ...γενικώς s. unter γενικός, -ή, -ό ...
- ΓΕΝΟΙΤΟ...γένοιτο ο μη γένοιτο: • Αυτό, για να γλιτώσει ελόγου του αν – ο μη γένοιτο – κανένα γερμανικό αεροπλάνο έριχνε στον καταυλισμό του λόχου καμιά μπόμπα. Damit [sc....
- ΓΕΝΟΣ, το...γένος, το 1. Grundbedeutungen: a) das [Menschen-]Geschlecht b) die Gattung [in der Biologie] c) das Geschlecht [in der Grammatik]:...
- ΓΕΡΝΩ (Ι) (= γέρνω)...γέρνω [Anm.: γέρνω ist zu unterscheiden von γερνώ und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γείρω - Aorist: έγειρα - παρακείμενος: έχω γείρει 2....
- ΓΕΡΝΩ (ΙΙ) (= γερνώ)...γερνώ (-άς) [Anm.: γερνώ ist zu unterscheiden von γέρνω und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γεράσω - Aorist: γέρασα - παρακείμενος: έχω γεράσει 2....
- ΓΕΥΟΜΑΙ...γεύομαι • Μας ιστόρησε, για πρώτη φορά, τα όσα τράβηξε μικρός από τον πατέρα του. Πώς ορφάνεψε και γεύτηκε την έχθρητα της μητριάς [......
- ΓΕΩΠΟΝΙΑ, η...γεωπονία, η • σπούδασε Γεωπονία ° er studierte [in Berlin] Agrarwissenschaften [GF+DF aus: Kalimerhaba] ...
- ΓΗ, η...γη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Erde / die Welt [sc. der Planet Erde] b) die Erde / der Boden 2. κατά γης [bzw.] καταγής:...
- ΓΙΑ...για Übersicht: 1. allgemein zur Verwendung 2. για πού 3. για πότε 4. για τι άλλο 5. Beispiele für die falsche Verwendung von για 6. για να: s....
- ΓΙΑ ΝΑ...για να 1. allgemein zur Verwendung: a) [Νίκη]:...
- ΓΙΑΓΚΙΝΙ, το...γιαγκίνι, το • Στο γιαγκίνι όπου άναψε ο πόλεμος μπαίνουμε τώρα και μεις. Ins Feuer, das der Krieg entfacht hat, geraten jetzt auch wir....
- ΓΙΑΛΟΣ, ο...γιαλός, ο 1. Grundbedeutung: a) το κομμάτι της ξηράς που εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας [ΛΚΝ] // der Strand [Pons online], die Küste π.χ.:...
- ΓΙΑΝΝΑΚΙΑ, τα...γιαννάκια, τα = αγύμναστοι νεοσύλλεκτοι / raw recruits (= unausgebildete Rekruten) ...
- ΓΙΑΝΝΗΣ, ο...Γιάννης, ο 1. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα ([auch:] τι έχεις Γιάννη, τ’ είχα πάντα*): (ως σχόλιο) για την παραμονή κάποιου στην ίδια κατάσταση, σε ό,...