γιαγκίνι, το


• Στο γιαγκίνι όπου άναψε ο πόλεμος μπαίνουμε τώρα και μεις.

Ins Feuer, das der Krieg entfacht hat, geraten jetzt auch wir. [Feststellung eines Türken im Herbst 1914, aus Anlass des Eintritts des Osmanischen Reiches in den Ersten Weltkrieg]

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• [...], Αύγουστο μήνα, μέσα στο γιαγκίνι της Ανατολής! Ο ήλιος στράγγιζε τα κορμιά μας.

[...], im August mitten in der Glut Anato­li­ens [begann unser Marsch]. Die Sonne ließ unsere Körper austrocknen. 

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• Μα ο λόγος, που μπορεί να γιάνει ψυχές, μπορεί και ν’ ανάψει γιαγκίνι πιο γλήγορις κι απ’ την μπαρούτη.

Aber das Wort, das Seelen heilen kann, kann [auch] Leiden­schaf­ten [hier konkret: fanatischen Hass] schneller entfachen als Schießpulver.

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• "Το γιαγκίνι – στο γιαγκίνι / κι όχι στην ψυχή φωτιά / μια μου παίρνει, μια μου δίνει / η τρελή μου η καρδιά"

[Σμάρω Παπαδοπούλου / Άγης Γιαννό­πουλος: 

τραγούδι "Το γιαγκίνι – στο γιαγκίνι"]

---


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΓΕΝΟΙΤΟ...γένοιτο ο μη γένοιτο: • Αυτό, για να γλιτώσει ελόγου του αν – ο μη γένοιτο – κανένα γερμανικό αεροπλάνο έριχνε στον καταυλισμό του λόχου καμιά μπόμπα. Damit [sc....
  • ΓΕΝΟΣ, το...γένος, το 1. Grundbedeutungen: a) das [Menschen-]Geschlecht b) die Gattung [in der Biologie] c) das Geschlecht [in der Grammatik]:...
  • ΓΕΡΝΩ (Ι) (= γέρνω)...γέρνω [Anm.: γέρνω ist zu unterscheiden von γερνώ und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γείρω - Aorist: έγειρα - παρακείμενος: έχω γείρει 2....
  • ΓΕΡΝΩ (ΙΙ) (= γερνώ)...γερνώ (-άς) [Anm.: γερνώ ist zu unterscheiden von γέρνω und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γεράσω - Aorist: γέρασα - παρακείμενος: έχω γεράσει 2....
  • ΓΕΡΟΔΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...γεροδεμένος, -η, -ο • Μα οι χωροφυλάκοι [= οι χωροφύλακες], που είναι γεροδεμέ­να παλικάρια με και­νούργια στολή, τόνε βαστάνε γερά. Die Gendarmen,...
  • ΓΕΥΟΜΑΙ...γεύομαι • Μας ιστόρησε, για πρώτη φορά, τα όσα τράβηξε μικρός από τον πατέρα του. Πώς ορφάνεψε και γεύτηκε την έχθρητα της μητριάς [......
  • ΓΕΩΠΟΝΙΑ, η...γεωπονία, η • σπούδασε Γεωπονία ° er studierte [in Berlin] Agrarwissenschaften [GF+DF aus: Kalimerhaba] ...
  • ΓΗ, η...γη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Erde / die Welt [sc. der Planet Erde] b) die Erde / der Boden 2. κατά γης [bzw.] καταγής:...
  • ΓΙΑ...για Übersicht: 1. allgemein zur Verwendung 2. για πού 3. για πότε 4. για τι άλλο 5. Beispiele für die falsche Verwendung von για 6. για να: s....
  • ΓΙΑ ΝΑ...για να 1. allgemein zur Verwendung: a) [Νίκη]:...
Nachher:
  • ΓΙΑΛΟΣ, ο...γιαλός, ο 1. Grundbedeutung: a) το κομμάτι της ξηράς που εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας [ΛΚΝ] // der Strand [Pons online], die Küste π.χ.:...
  • ΓΙΑΝΝΑΚΙΑ, τα...γιαννάκια, τα = αγύμναστοι νεοσύλλεκτοι / raw recruits (= unausgebildete Rekruten) ...
  • ΓΙΑΝΝΗΣ, ο...Γιάννης, ο 1. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα ([auch:] τι έχεις Γιάννη, τ’ είχα πάντα*): (ως σχόλιο) για την παραμονή κάποιου στην ίδια κατάσταση, σε ό,...
  • ΓΙΑΝΤΑ...γιάντα = warum [Fragewort] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
  • ΓΙΑΤΙ...γιατί 1. Grundbedeutungen: a) [Fragewort]: warum? b) [Konjunktion]: weil Hinsichtlich der Verwendung als Konjunktion vgl. Μάνεσης, S. 63,...
  • ΓΙΑΧΝΙ ΣΟΚΑΚΙ, το...Γιαχνί σοκάκι,...
  • ΓΙΔΟΠΡΟΒΑΤΑ, τα...γιδοπρόβατα, τα • με τα λιγοστά γιδοπρόβατα που του είχαν απομείνει ° mit den wenigen Schafen und Ziegen, die ihm noch geblieben waren [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΓΙΝΑΤΙ, το...γινάτι, το 1. Grundbedeutung: der Trotz 2. Το γινάτι βγάζει μάτι. ° Die Sturheit geht ins Auge. (Seelisch und geistig unbewegli­che Menschen neigen dazu,...
  • ΓΙΝΟΜΑΙ...γίνομαι Übersicht: 1. Zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3.1. τι γίνεσαι; (τι γίνεται; / ...) [bzw.] 3.2. τι γίνεται; 4. τι έγινε; 5. τι θα γίνει 6. και ό,...