γένος, το


1. Grundbedeutungen:

a) das [Menschen-]Geschlecht

b) die Gattung [in der Biologie]

c) das Geschlecht [in der Grammatik]:

• Η καθαρεύουσα μας έφερε μαζί της τη λέξη "ψήφος" σε γένος θηλυκό, κατευθείαν από την αρχαία: "η ψήφος". Όμως, στο στόμα του λαού διατηρήθηκε μέχρι σήμερα η μεσαιωνική εκδοχή της, σε γένος αρσενικό: "ο ψήφος".   [Καρζής, σ. 89]


2. το γένος + Familienname  °  geborene … [sc. Nennung des Mädchennamens einer Frau]:

• Υπήρξε το ένατο παιδί του Jakob Kraus και της Ernestine, το γένος Kantor.  °  Er [sc. Karl Kraus] war das neunte Kind von Jakob Kraus und von Ernestine, geborene Kantor.


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΓΕΛΑΣΤΟΣ, -ή, -ό...γελαστός, -ή, -ό • ψηλός σαν δέντρο,...
  • ΓΕΛΙΟ, το...γέλιο, το βάζω τα γέλια: • στην αρχή, της ήρθε να βάλει τις φωνές,...
  • ΓΕΛΩ...γελώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) lachen b) [wie ξεγελώ:] täuschen [etc.]:...
  • ΓΕΜΑΤΟΣ, -η, -ο...γεμάτος, -η, -ο • το σπίτι ήταν διώροφο,...
  • ΓΕΜΙΖΩ...γεμίζω 1.1. Grundbedeutungen: - [transitiv]: füllen - [reflexiv]: sich füllen - erfüllen [mit] [iS von: intensive Gefühle hervorrufen] 1.2....
  • ΓΕΝΕΑ, η...γενεά, η s. γενιά, η ...
  • ΓΕΝΙΑ, η...γενιά, η (bzw. [in gehobener Sprache]: γενεά, η) 1. Grundbedeutung: die Generation 2. χαμένη γενιά:...
  • ΓΕΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...γενικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: allgemein 2. σε γενικές γραμμές: • Σε γενικές γραμμές, οι εργάτες συμπεριφέρονταν με πειθαρχία. ° Alles in allem [iS von:...
  • ΓΕΝΙΚΩΣ...γενικώς s. unter γενικός, -ή, -ό ...
  • ΓΕΝΟΙΤΟ...γένοιτο ο μη γένοιτο: • Αυτό, για να γλιτώσει ελόγου του αν – ο μη γένοιτο – κανένα γερμανικό αεροπλάνο έριχνε στον καταυλισμό του λόχου καμιά μπόμπα. Damit [sc....
Nachher:
  • ΓΕΡΝΩ (Ι) (= γέρνω)...γέρνω [Anm.: γέρνω ist zu unterscheiden von γερνώ und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γείρω - Aorist: έγειρα - παρακείμενος: έχω γείρει 2....
  • ΓΕΡΝΩ (ΙΙ) (= γερνώ)...γερνώ (-άς) [Anm.: γερνώ ist zu unterscheiden von γέρνω und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γεράσω - Aorist: γέρασα - παρακείμενος: έχω γεράσει 2....
  • ΓΕΡΟΔΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...γεροδεμένος, -η, -ο • Μα οι χωροφυλάκοι [= οι χωροφύλακες], που είναι γεροδεμέ­να παλικάρια με και­νούργια στολή, τόνε βαστάνε γερά. Die Gendarmen,...
  • ΓΕΥΟΜΑΙ...γεύομαι • Μας ιστόρησε, για πρώτη φορά, τα όσα τράβηξε μικρός από τον πατέρα του. Πώς ορφάνεψε και γεύτηκε την έχθρητα της μητριάς [......
  • ΓΕΩΠΟΝΙΑ, η...γεωπονία, η • σπούδασε Γεωπονία ° er studierte [in Berlin] Agrarwissenschaften [GF+DF aus: Kalimerhaba] ...
  • ΓΗ, η...γη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Erde / die Welt [sc. der Planet Erde] b) die Erde / der Boden 2. κατά γης [bzw.] καταγής:...
  • ΓΙΑ...για Übersicht: 1. allgemein zur Verwendung 2. για πού 3. για πότε 4. για τι άλλο 5. Beispiele für die falsche Verwendung von για 6. για να: s....
  • ΓΙΑ ΝΑ...για να 1. allgemein zur Verwendung: a) [Νίκη]:...
  • ΓΙΑΓΚΙΝΙ, το...γιαγκίνι, το • Στο γιαγκίνι όπου άναψε ο πόλεμος μπαίνουμε τώρα και μεις. Ins Feuer, das der Krieg entfacht hat, geraten jetzt auch wir....