γη, η
1. Grundbedeutungen:
a) die Erde / die Welt [sc. der Planet Erde]
b) die Erde / der Boden
• ο Γιάννης έφτυσε κατά γης ° Jannis spuckte auf den Boden
• "Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο / και κάπου εφτυούσε [= έφτυνε] καταγής." [Κώστας Βάρναλης: ποίημα "Οι μοιραίοι"]
3. zu den grammatikalischen Formen:
vgl. auch die Form η γης / τη γης / στη γης / από τη γης, zB. in Romanen von Καζαντζάκης und in "Η ζωή εν τάφω" von Μυριβήλης
Weitere Wörter:
Vorher
- ΓΕΝΙΑ, η...γενιά, η (bzw. [in gehobener Sprache]: γενεά, η) 1. Grundbedeutung: die Generation 2. χαμένη γενιά:...
- ΓΕΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...γενικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: allgemein 2. σε γενικές γραμμές: • Σε γενικές γραμμές, οι εργάτες συμπεριφέρονταν με πειθαρχία. ° Alles in allem [iS von:...
- ΓΕΝΙΚΩΣ...γενικώς s. unter γενικός, -ή, -ό ...
- ΓΕΝΟΙΤΟ...γένοιτο ο μη γένοιτο: • Αυτό, για να γλιτώσει ελόγου του αν – ο μη γένοιτο – κανένα γερμανικό αεροπλάνο έριχνε στον καταυλισμό του λόχου καμιά μπόμπα. Damit [sc....
- ΓΕΝΟΣ, το...γένος, το 1. Grundbedeutungen: a) das [Menschen-]Geschlecht b) die Gattung [in der Biologie] c) das Geschlecht [in der Grammatik]:...
- ΓΕΡΝΩ (Ι) (= γέρνω)...γέρνω [Anm.: γέρνω ist zu unterscheiden von γερνώ und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γείρω - Aorist: έγειρα - παρακείμενος: έχω γείρει 2....
- ΓΕΡΝΩ (ΙΙ) (= γερνώ)...γερνώ (-άς) [Anm.: γερνώ ist zu unterscheiden von γέρνω und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γεράσω - Aorist: γέρασα - παρακείμενος: έχω γεράσει 2....
- ΓΕΡΟΔΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...γεροδεμένος, -η, -ο • Μα οι χωροφυλάκοι [= οι χωροφύλακες], που είναι γεροδεμένα παλικάρια με καινούργια στολή, τόνε βαστάνε γερά. Die Gendarmen,...
- ΓΕΥΟΜΑΙ...γεύομαι • Μας ιστόρησε, για πρώτη φορά, τα όσα τράβηξε μικρός από τον πατέρα του. Πώς ορφάνεψε και γεύτηκε την έχθρητα της μητριάς [......
- ΓΕΩΠΟΝΙΑ, η...γεωπονία, η • σπούδασε Γεωπονία ° er studierte [in Berlin] Agrarwissenschaften [GF+DF aus: Kalimerhaba] ...
Nachher:
- ΓΙΑ...για Übersicht: 1. allgemein zur Verwendung 2. για πού 3. για πότε 4. για τι άλλο 5. Beispiele für die falsche Verwendung von για 6. για να: s....
- ΓΙΑ ΝΑ...για να 1. allgemein zur Verwendung: a) [Νίκη]:...
- ΓΙΑΓΚΙΝΙ, το...γιαγκίνι, το • Στο γιαγκίνι όπου άναψε ο πόλεμος μπαίνουμε τώρα και μεις. Ins Feuer, das der Krieg entfacht hat, geraten jetzt auch wir....
- ΓΙΑΛΟΣ, ο...γιαλός, ο 1. Grundbedeutung: a) το κομμάτι της ξηράς που εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας [ΛΚΝ] // der Strand [Pons online], die Küste π.χ.:...
- ΓΙΑΝΝΑΚΙΑ, τα...γιαννάκια, τα = αγύμναστοι νεοσύλλεκτοι / raw recruits (= unausgebildete Rekruten) ...
- ΓΙΑΝΝΗΣ, ο...Γιάννης, ο 1. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα ([auch:] τι έχεις Γιάννη, τ’ είχα πάντα*): (ως σχόλιο) για την παραμονή κάποιου στην ίδια κατάσταση, σε ό,...
- ΓΙΑΝΤΑ...γιάντα = warum [Fragewort] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
- ΓΙΑΤΙ...γιατί 1. Grundbedeutungen: a) [Fragewort]: warum? b) [Konjunktion]: weil Hinsichtlich der Verwendung als Konjunktion vgl. Μάνεσης, S. 63,...
- ΓΙΑΧΝΙ ΣΟΚΑΚΙ, το...Γιαχνί σοκάκι,...