γιαλός, ο


1. Grundbedeutung:

a) το κομμάτι της ξηράς που εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας [ΛΚΝ] // der Strand  [Pons online], die Küste

π.χ.:

• Όλος ο κόσμος ήταν κάτω στο γιαλό.  [ΛΚΝ]

b) το κομμάτι της θάλασσας που εκτείνεται κατά μήκος της ξηράς [ΛΚΝ] // das Meer [Anm.: sc. jenes in Festlandsnähe] [Pons online]

π.χ.:

• Οι βαρκούλες αρμενίζουν στο γιαλό.  [ΛΚΝ]

• Mπροστά στα μάτια τους απλωνόταν γαλάζιος ο γιαλός.  [ΛΚΝ]


[bzw. (im selben Sinne) ΛΜΠ (in Kombination von a und b)]:

το τμήμα της ξηράς που βρίσκεται κατά μήκος της θάλασσας και (συνεκδ.) τα ρηχά νερά


2. κάνε το καλό και ρίξ’ το στον γιαλό: s. unter καλό, το (Z 6)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΓΕΝΟΣ, το...γένος, το 1. Grundbedeutungen: a) das [Menschen-]Geschlecht b) die Gattung [in der Biologie] c) das Geschlecht [in der Grammatik]:...
  • ΓΕΡΝΩ (Ι) (= γέρνω)...γέρνω [Anm.: γέρνω ist zu unterscheiden von γερνώ und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γείρω - Aorist: έγειρα - παρακείμενος: έχω γείρει 2....
  • ΓΕΡΝΩ (ΙΙ) (= γερνώ)...γερνώ (-άς) [Anm.: γερνώ ist zu unterscheiden von γέρνω und von γυρνώ!] 1. zur Grammatik: - Stamm II: να γεράσω - Aorist: γέρασα - παρακείμενος: έχω γεράσει 2....
  • ΓΕΡΟΔΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...γεροδεμένος, -η, -ο • Μα οι χωροφυλάκοι [= οι χωροφύλακες], που είναι γεροδεμέ­να παλικάρια με και­νούργια στολή, τόνε βαστάνε γερά. Die Gendarmen,...
  • ΓΕΥΟΜΑΙ...γεύομαι • Μας ιστόρησε, για πρώτη φορά, τα όσα τράβηξε μικρός από τον πατέρα του. Πώς ορφάνεψε και γεύτηκε την έχθρητα της μητριάς [......
  • ΓΕΩΠΟΝΙΑ, η...γεωπονία, η • σπούδασε Γεωπονία ° er studierte [in Berlin] Agrarwissenschaften [GF+DF aus: Kalimerhaba] ...
  • ΓΗ, η...γη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Erde / die Welt [sc. der Planet Erde] b) die Erde / der Boden 2. κατά γης [bzw.] καταγής:...
  • ΓΙΑ...για Übersicht: 1. allgemein zur Verwendung 2. για πού 3. για πότε 4. για τι άλλο 5. Beispiele für die falsche Verwendung von για 6. για να: s....
  • ΓΙΑ ΝΑ...για να 1. allgemein zur Verwendung: a) [Νίκη]:...
  • ΓΙΑΓΚΙΝΙ, το...γιαγκίνι, το • Στο γιαγκίνι όπου άναψε ο πόλεμος μπαίνουμε τώρα και μεις. Ins Feuer, das der Krieg entfacht hat, geraten jetzt auch wir....
Nachher:
  • ΓΙΑΝΝΑΚΙΑ, τα...γιαννάκια, τα = αγύμναστοι νεοσύλλεκτοι / raw recruits (= unausgebildete Rekruten) ...
  • ΓΙΑΝΝΗΣ, ο...Γιάννης, ο 1. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα ([auch:] τι έχεις Γιάννη, τ’ είχα πάντα*): (ως σχόλιο) για την παραμονή κάποιου στην ίδια κατάσταση, σε ό,...
  • ΓΙΑΝΤΑ...γιάντα = warum [Fragewort] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
  • ΓΙΑΤΙ...γιατί 1. Grundbedeutungen: a) [Fragewort]: warum? b) [Konjunktion]: weil Hinsichtlich der Verwendung als Konjunktion vgl. Μάνεσης, S. 63,...
  • ΓΙΑΧΝΙ ΣΟΚΑΚΙ, το...Γιαχνί σοκάκι,...
  • ΓΙΔΟΠΡΟΒΑΤΑ, τα...γιδοπρόβατα, τα • με τα λιγοστά γιδοπρόβατα που του είχαν απομείνει ° mit den wenigen Schafen und Ziegen, die ihm noch geblieben waren [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΓΙΝΑΤΙ, το...γινάτι, το 1. Grundbedeutung: der Trotz 2. Το γινάτι βγάζει μάτι. ° Die Sturheit geht ins Auge. (Seelisch und geistig unbewegli­che Menschen neigen dazu,...
  • ΓΙΝΟΜΑΙ...γίνομαι Übersicht: 1. Zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3.1. τι γίνεσαι; (τι γίνεται; / ...) [bzw.] 3.2. τι γίνεται; 4. τι έγινε; 5. τι θα γίνει 6. και ό,...
  • ΓΙΝΩ (θα, να, ...)...γίνω (θα, να, ...) s. γίνομαι ...